Το σιντριβάνι ξεχειλίζει (Το χρονικό μιας οικογένειας)

TO Σ Ι ΝΤ Ρ Ι ΒΑΝ Ι Ξ Ε Χ Ε Ι Λ Ι Ζ Ε Ι 13 η δίδυμήμου, ηΜαίρη, και μιαμπλε πινελιά, που ήταν ο μικρός μου αδελφός, ο Ρίτσαρντ Κουίν. Είχε φτάσει πια σε ηλικία που μπορούσε να τρέχει πέρα δώθε πολύ γρήγορα, πέφτοντας κάθε τόσο κάτω χωρίς ποτέ να χτυπάει, να λέει ασυνάρτητα λογάκια, να γελάει και να μας πειράζει. Παίζαμε όλη μέρα μαζί του και ποτέ δεν τον βαριόμασταν. Η μητέρα μου έγειρε πίσω το κεφάλι της και τους φώναξε, με τη φωνή της να αντηχεί σαν κρώξιμο πουλιού: «Παιδιά, ελάτε ν’ αποχαιρετήσετε τον πατέρα σας!». Για μια στιγμή οι αδελφές μου κοκάλωσαν εκεί που στέκο­ νταν. Σ’ αυτό το θαυμάσιο καινούργιο μέρος είχαν ξεχάσει τι κρεμόταν απειλητικά από πάνω μας. Έπειτα η Κορντίλια πήρε στην αγκαλιά της τον Ρίτσαρντ Κουίν και ήρθε όσο πιο γρήγο­ ρα μπορούσε χωρίς να κινδυνεύει να πέσει. Ύστερα σταθήκα­ με κι οι τέσσερίς μας και κοιτάξαμε τον μπαμπά, τον κοιτάξα­ με καλά καλά ώστε να τον θυμόμαστε τέλεια όσο θα έλειπε εκείνες τις απαίσιες έξι εβδομάδες. Ίσως να ήταν λάθος που τον κοιτούσαμε επίμονα, όμως ήταν τόσο υπέροχος. Δεν επρό­ κειτο για μια παιδιάστικη αυταπάτη, ήμασταν αρκούντως αντι­ κειμενικοί σε ορισμένα πράγματα. Όλοι ξέραμε πως τη μαμά δεν την έλεγες όμορφη. Ήταν υπερβολικά αδύνατη, η μύτη και το μέτωπό της γυάλιζαν σαν γυμνά οστά και τα χαρακτηρι­ στικά της ήταν δυσαρμονικά, επειδή τα τεντωμένα νεύρα της παραμόρφωναν πάντα το πρόσωπό της. Επίσης, ήμασταν τόσο φτωχοί, ώστε δεν είχε ποτέ της καινούργια ρούχα. Ωστόσο είχαμε επίγνωση πως ο μπαμπάς μας ήταν πολύ πιο γοητευτι­ κός απ’ οποιονδήποτε άλλον μπαμπά. Δεν ήταν ψηλός, αλλά είχε λυγερό κορμί και οι κινήσεις του ήταν όλο χάρη, στεκόταν σαν ξιφομάχος σε πίνακα και ήταν ρομαντικά μελαχρινός: τα μαλλιά και το μουστάκι του ήταν κατάμαυρα, το δέρμα του ηλιοκαμένο, με μια ρόδινη λάμψη στα μάγουλα. Κι είχε έντονα ζυγωματικά, που έκαναν το πρόσωπό του να δείχνει σπιρτόζι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=