Το σιντριβάνι ξεχειλίζει (Το χρονικό μιας οικογένειας)

R E B ECCA WE S T 12 «Για να θυμηθώ πώς το έλεγαν… Α, ναι, Οικία Κάρολαϊν. Μα θα έχει κατεδαφιστεί, φυσικά, εδώ και καιρό. Ήταν μικρό σπιτάκι αλλά πολύ χαριτωμένο». Ξαφνικά η μαμά έβαλε τα γέλια. «Γιατί να έχει κατεδαφιστεί; Είσαι τόσο απαισιόδοξος για τα πάντα, εκτός από το μέλλον των ορυχείων χαλκού». «Μακροπρόθεσμα ο χαλκός θα αποδώσει» δήλωσε ψυχρά ο μπαμπάς, θυμώνοντας στα καλά καθούμενα. «Χρυσέ μου, μη δίνεις σημασία σ’ αυτά που λέω!» διαμαρ­ τυρήθηκε εκείνη. Η μαμά κι εγώ τον κοιτάξαμε αγχωμένα, κι ύστερα από ένα λεπτό μάς χαμογέλασε. Κοίταξε πάντως το ρολόι του και είπε ότι ήταν ώρα να επιστρέψει στον σταθμό, αν ήθελε να προλάβει το τρένο των έξι για το Εδιμβούργο. Κι είχε χάσει τη ζωντάνια του, παίρνοντας εκείνη την κακομοί­ ρικη έκφραση του επαίτη που ακόμα κι εμείς τα παιδιά παρα­ τηρούσαμε μερικές φορές πάνω του. «Πολύ καλά» του είπε τρυφερά η μαμά «δεν θέλουμε να χάσεις το τρένο σου και ν’ αναγκαστείς να περιμένεις ώρες ολόκληρες σ’ εκείνον τον μικρό σταθμό που έχει τόσα ρεύματα, παρόλο που ένας Θεός ξέρει πόσο θέλουμε να σε κρατήσουμε κοντά μας μέχρι την τελευταία στιγμή. Αχ, ήταν τόσο καλό από μέρους σου, αλή­ θεια το λέω, που με βοήθησες να φέρω εδώ τα παιδιά, όταν έχεις τόσες έγνοιες στο κεφάλι σου». «Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω» της απάντησε βαριά. Μέχρι να έρθει η σούστα, βγήκαμε έξω και σταθήκαμε στα σκαλιά της αγροικίας, που ήταν σκαλισμένα σε ελαφρόπετρα. Το περιφραγμένο λιβάδι μπροστάμας απλωνόταν μέχρι τις όχθες της λίμνης, που έμοιαζε με σκοτεινό γυαλιστερό ολοστρόγγυλο κύκλο κάτω από τις γκριζοπράσινες πλευρές της κοιλάδας. Στα μισά της απόστασης μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο άσπρες πινελιές, που ήταν η μεγαλύτερη αδελφή μου, η Κορντίλια, και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=