Το σιντριβάνι ξεχειλίζει (Το χρονικό μιας οικογένειας)

R E B ECCA WE S T 10 όλων των ειδών τις παλιατζούρες ανάμεσα στα διαμάντια και στους σβόλους χρυσού». Για άλλη μια φορά αποσύρθηκε στο όνειρό του. Τα γκρίζα μάτια του, που έλαμπαν κάτω από τα ίσια μαύρα φρύδια του, διαπερνούσαν τους τοίχους στο σαλόνι της αγροικίας. Παρόλο που ήμουν πολύ μικρή, ήξερα ότι φανταζόταν πώς να ήταν άραγε ως εκατομμυριούχος. Η μαμά σήκωσε την καφετιά τσαγιέρα και ξαναγέμισε τα φλιτζάνια τους στενάζοντας. Το βλέμμα του στράφηκε πάλι προς το μέρος της. «Το απεχθάνεσαι που πρέπει να μένεις εδώ σ’ αυτό το μο­ ναχικό μέρος;» «Όχι, όχι, είμαι μια χαρά οπουδήποτε» του απάντησε. «Και πάντα ήθελα τα παιδιά να κάνουν διακοπές στους λόφους Πέ­ ντλαντ, όπως εγώ στην ηλικία τους. Δεν υπάρχει τίποτα καλύ­ τερο για εκείνα από τη ζωή σ’ ένα αγρόκτημα – τουλάχιστον έτσι λέει συνέχεια ο κόσμος, δεν μπορώ να φανταστώ γιατί. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι που αφήνω το διαμέρισμα επιπλωμέ­ νο. Τι πράγμα κι αυτό που αναγκαζόμαστε να κάνουμε». «Το ξέρω, το ξέρω» είπε ο μπαμπάς θλιμμένα αλλά ανυπό­ μονα. Όλα αυτά συνέβησαν πάνω από πενήντα χρόνια πριν, και οι γονείς μου δεν έκαναν φασαρία για το τίποτα. Εκείνη την εποχή ελάχιστοι ευυπόληπτοι άνθρωποι ήταν πρόθυμοι να δια­ θέσουν το σπίτι τους επιπλωμένο, κι ακόμα λιγότεροι ήθελαν να το νοικιάσουν. «Αντιλαμβάνομαι ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν σοβαρούς λόγους να θέλουν να μείνουν κάπου το καλοκαίρι, εφόσον έρχονται από την Αυστραλία για να δουν την κόρη τους στο σανατόριο του δόκτορα Φίλιπ» μουρμούρισε η μαμά. «Είναι ωστόσο μεγάλο ρίσκο ν’ αφήσουμε αγνώστους στο διαμέρισμα με όλα εκείνα τα καλά έπιπλα».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=