Το σιντριβάνι ξεχειλίζει (Το χρονικό μιας οικογένειας)

TO Σ Ι ΝΤ Ρ Ι ΒΑΝ Ι Ξ Ε Χ Ε Ι Λ Ι Ζ Ε Ι 37 εμάς να προσποιούμαστε πως τίποτε απ’ αυτά δεν συνέβαινε αν δεν τα λέγαμε μεγαλόφωνα: «Ρόουζ, τι καλόκαρδη που είσαι». «Εννοείς ότι δεν έχουμε τις έξι πένες;» ρώτησα με γενναιό­ τητα. «Α ναι, τις έχουμε, δόξα τωΘεώ. Όμως, βλέπεις, δεν θέλω να ξέρουν αυτοί ότι ο μπαμπάς δεν μας έχει ειδοποιήσει πού βρίσκεται. Θα το θεωρήσουν παράξενο». «Και είναι» είπα. «Όχι όμως παράξενο με τον τρόπο που θα νόμιζαν εκείνοι» μου αντέταξε γεμάτη ελπίδα. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίπο­ τα, πρέπει να περιμένουμε. Και να του δώσουμε χρόνο, θα γρά­ ψει.Μπορεί να έρθει γράμμα ακόμα και σήμερα το απόγευμα». Φιληθήκαμε. Αποτραβήχτηκε και μου είπε, συνεχίζοντας να μιλάει ψιθυριστά: «Μην το πεις στις άλλες». Έμεινα κατάπληκτη με την απλοϊκότητά της. Η Μαίρη βγήκε από τον στάβλο και σάρωσε με το βλέμμα τον αυλόγυρο. Βλέποντας πως κάτι δεν πήγαινε καλά, ήρθε κοντά μας. «Μητέρα» είπε «μην περιμένεις το ταχυδρομείο, είναι Τρί­ τη, τις Τρίτες δεν συμβαίνει ποτέ τίποτα καλό». Σώπασε από­ τομα. Η Κορντίλια είχε αρχίσει να μελετάει βιολί στο δωμάτιό της. Την ακούγαμε κι οι τρεις σιωπηλές καθώς έπαιζε μερικές σκάλες. Ύστερα τις έκοψε κι επανέλαβε κάμποσες φορές με­ ρικά μέτρα από μια μελωδία. «Δεν ακούγεται ούτε καν σαν τις γάτες» παρατήρησε ηΜαίρη. «Οι γάτες τουλάχιστον δεν φαλ­ τσάρουν». «Αχ, παιδιά, παιδιά!» στέναξε η μαμά. «Δεν θα έπρεπε να είστε τόσο ανυπόμονες με την καημένη την αδελφή σας. Θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι πολύ χειρότερα, να είχε γεν­ νηθεί κουφή ή τυφλή».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=