Το σιντριβάνι ξεχειλίζει (Το χρονικό μιας οικογένειας)

R E B ECCA WE S T 36 κεντρική λοφοσειρά περνώντας νότια από εμάς, κι έτσι τους βλέπαμε πέρα στον ορίζοντα. Αυτή η ηρεμία δεν αποτελούσε καθόλου κολακευτικό φόντο για τη νευρικότητα της μητέρας μου, και οι άνθρωποι του αγροκτήματος άρχισαν πάλι να την περιεργάζονται με καχυποψία. Ένα απόγευμα βγήκα από τον στάβλο κρατώντας ένα μπρούντζινο διακοσμητικό για τα χαλινάρια που το είχα γυα­ λίσει κι άστραφτε και τη βρήκα να κάθεται στην ξερολιθιά που χώριζε το περιφραγμένο λιβάδι από τον κήπο. Ήταν να περά­ σει ο ταχυδρόμος σ’ ένα τέταρτο κι εκείνη ταλαντευόταν μπρος πίσω, όχι πολύ, αλλά περισσότερο απ’ όσο θα ήταν φυσιολο­ γικό, εκτός κι αν αισθανόταν εγκαταλειμμένη σε περίπτωση που δεν ερχόταν γράμμα. Κοίταξα την αγροικία στην άλλη άκρη του κήπου και μου φάνηκε ότι είδα κάποιον να παρακο­ λουθεί πίσω από τις δαντελένιες κουρτίνες στο δωμάτιο των Γουίαρ. Μάλλον ήταν η κυρία Γουίαρ, η οποία έλπιζα πως θα με παίνευε για τη στιλπνότητα του μπρούντζου. Από τη μια λυπόμουν για τη μαμά κι από την άλλη τσατιζόμουν που τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για εμάς όπως για άλλα παιδιά, που δεν μπορούσα ν’ αξιώσω το ευχαριστώ που μου άξιζε. Το σημαντικό και το ασήμαντο γίνονταν ένα στο μυαλό μου κι αναρωτιόμουν μήπως θα έπρεπε να ντρέπομαι γι’ αυτό. Ακού­ μπησα το μπρούντζινο διακοσμητικό πάνω στην ξερολιθιά, όμως τότε θυμήθηκα πως είχα την τάση να χάνω πράγματα, κι έτσι το πήρα και το έχωσα μέσα από το λάστιχο στο γόνατο της φουφούλας μου. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό της μαμάς, φίλησα τα ατημέλητα μαλλιά της και ψιθύρισα: «Αν ανησυχείς που δεν έγραψε ο μπαμπάς, γιατί δεν στέλ­ νεις ένα τηλεγράφημα στα γραφεία της εφημερίδας στο Λάβ­ γκροουβ ή στους θείους και τους συγγενείς του στην Ιρλανδία; Θα πρέπει να είναι σε κάποιο απ’ αυτά τα δύο μέρη». Μου απάντησε επίσης ψιθυριστά – ήταν ευκολότερο για

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=