Το σιντριβάνι ξεχειλίζει (Το χρονικό μιας οικογένειας)

TO Σ Ι ΝΤ Ρ Ι ΒΑΝ Ι Ξ Ε Χ Ε Ι Λ Ι Ζ Ε Ι 35 «Α, θα μπορούσαμε να δουλέψουμε, σε εργοστάσια ή σε μαγαζιά ή σε γραφεία, ή ακόμα και να γίνουμε υπηρέτριες, κι όλες μαζί θα βγάζαμε αρκετά χρήματα για να συντηρούμε τη μαμά και τον Ρίτσαρντ Κουίν ώσπου να μεγαλώσει» απάντησε η Μαίρη. «Νομίζω πως υπάρχει ένας νόμος που απαγορεύει να δου­ λεύουν άνθρωποι τόσο μικροί όσο εμείς» επισήμανα. «Θα μπορούσαμε να τους ξεγελάσουμε και να πούμε ψέ­ ματα ότι είμαστε πιο μεγάλες» αποκρίθηκε η Μαίρη. «Όλοι ξαφνιάζονται πάντα όταν ακούνε την ηλικία μας». «Αυτό είναι μια λύση» συμφώνησα. «Τέλος πάντων, όλα θα πάνε καλά» με καθησύχασε ηΜαίρη. «Αλήθεια σου λέω. Θα συνεχίζαμε, βλέπεις, να μελετάμε πιάνο τα απογεύματα, και κάποια μέρα θα αλλάζαμε δουλειά και θα γινόμασταν πιανίστριες, και μετά τα πάντα θα ήταν μια χαρά». «Ναι, βέβαια, δεν ανησυχώ. Και νομίζω πως μαζέψαμε αρκετά φασολάκια». Η μαμά δεν μας είχε δει στις φασολιές όταν πέρασε μέσα από τον λαχανόκηπο, αλλιώς δεν θα έδειχνε καταρρακωμένη. Αντίθετα, θα έδειχνε σαν μια άρρωστη γυναίκα που ποζάρει για μια φωτογραφία την οποία σκοπεύει να στείλει σε κάποιον με σκοπό να τον εξαπατήσει για την κατάσταση της υγείας της. Ήταν συλλογισμένη και είχε πάλι απλανές βλέμμα, αλλά χαμογελούσε διαρκώς και αντάλλασσε εύθυμα δυο λόγια με όλους όσους συναντούσε καθώς τριγύριζε στο αγρόκτημα –«Άλλη μια ηλιόλουστη μέρα» ή «Δεν έχει πολύ ήλιο, μα θέ­ λουμε και λίγη δροσιά για αλλαγή»–, ενώ συχνά χαιρετούσε δύο φορές το ίδιο άτομο. Ο καιρός ήταν ήπιος, το καλοκαίρι ασυνήθιστα ωραίο. Οι λόφοι γύρω μας ήταν γαλήνιοι. Βρισκό­ μασταν στο ψηλότερο αγρόκτημα σ’ εκείνο το κομμάτι των Πέντλαντ, κι έτσι κανείς δεν ανέβαινε ως εμάς, οι αναρριχητές του Αυγούστου έπαιρναν ένα μονοπάτι που έκοβε προς την

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=