Το σιντριβάνι ξεχειλίζει (Το χρονικό μιας οικογένειας)

R E B ECCA WE S T 34 «Νιώθω πως φταίει κι αυτό» συμφώνησε η Μαίρη. «Όμως δεν καταλαβαίνω γιατί πίστευε καν ότι θα της έγραφε». «Εσύ ήξερες πως δεν θα της έγραφε;» τη ρώτησα. «Υπέθεσα ότι μάλλον θα το ξεχνούσε». Δεν μου άρεσε που ήξερε καλύτερα από μένα τι θα έκανε ο μπαμπάς. «Αυτό που δεν καταλαβαίνω» συνέχισε ηΜαίρη «είναι που δεν φαίνονται να συνηθίζουν ποτέ ο ένας τον άλλον. Η μαμά πάντα ξαφνιάζεται όταν ο μπαμπάς κάνει πράγματα όπως να μη γράφει. Κι ο μπαμπάς πάντα ξαφνιάζεται όταν η μαμά θέλει να πληρώνει τους λογαριασμούς». «Ναι, και τη μαμά την πειράζει πολύ» πρόσθεσα εγώ. «Απίστευτο» κατέληξε η Μαίρη. Ωστόσο προσπαθούσαμε να βγάλουμε άκρη σ’ ένα μπέρ­ δεμα που κρατούσε χρόνια. Καταλαβαίναμε ότι ο μπαμπάς ένιωθε ένα έντονο ενδιαφέρον για εμάς κι εμείς νιώθαμε το ίδιο έντονο ενδιαφέρον γι’ αυτόν επειδή ανήκαμε στην ίδια οικογένεια. Και καταλαβαίναμε πως κι η μαμά ένιωθε ένα άλλου είδους έντονο ενδιαφέρον για εμάς και της το ανταπο­ δίδαμε. Όμως δεν καταλαβαίναμε γιατί η μαμά κι ο μπαμπάς να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα ο ένας για τον άλλον, επειδή δεν είχαν καμία συγγένεια μεταξύ τους. «Ξέρεις, Μαίρη, αναρωτιόμουν τι θα γίνει αν ο μπαμπάς δεν γράψει ποτέ». «Εννοείς, αν δεν ξαναγυρίσει;» «Ναι». «Θα πέθαινα» δήλωσε η Μαίρη. «Το ίδιο κι εγώ» συμφώνησα. Έκανα ένα βήμα πίσω από τις φασολιές και κοίταξα το τόξο των πράσινων λόφων όπως συγχέο­ νταν και τρεμούλιαζαν μέσα από το διάφανο γυαλί των δακρύων μου. Ήταν εκεί όμως, παρέμεναν συμπαγείς και σταθεροί όταν σκούπισα τα δάκρυά μου. «Μα τι θα κάνουμε;» ρώτησα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=