Το σιντριβάνι ξεχειλίζει (Το χρονικό μιας οικογένειας)

R E B ECCA WE S T 32 εγκράτειας. Νομίζαμε πως όση ώρα μάς απέμενε από τη με­ λέτη της μουσικής θα την περνούσαμε με ατέλειωτες βόλτες στους ρεικότοπους, ανακαλύψαμε όμως πως ήταν πολύ πιο διασκεδαστικό να βοηθάμε στο αγρόκτημα, κάνοντας δουλειές που ο αγρότης και η γυναίκα του δεν πίστευαν ότι ήμασταν αρκετά δυνατές ή ώριμες για να φέρουμε σε πέρας. Πηγαίνα­ με ένα ξεχασμένο καλάθι με τηγανόψωμα στους άντρες που δούλευαν στο πιο μακρινό χωράφι, πέρα κι από το διάσελο· γυαλίζαμε τα μπρούντζα στα χάμουρα των αλόγων μια μέρα προτού πάει το κάρο στην αγορά· κόβαμε τα λουλούδια της λεβάντας από τους θάμνους στον κήπο και τ’ απλώναμε σε σανίδες για να ξεραθούν στον ήλιο κάτω από μουσελίνα. Η μαμά μάς άφηνε να κάνουμε ό,τι θέλαμε υπό την προϋ­ πόθεση πως θα μελετούσαμε πιάνο τις ώρες που έπρεπε. Κι αυτό δεν ήταν βάσανο, γιατί πάντα παίζαμε καλύτερα στις διακοπές, όταν δεν είχαμε όλα εκείνα τα χαζά μαθήματα του σχολείου, και τώρα που ήμασταν τόσο καλά, τα δάχτυλά μας είχαν τη διπλάσια ευλυγισία απ’ ό,τι συνήθως. Μόλις όμως τελειώναμε όλοι το μάθημά μας, η μαμά μάς συντρόφευε σ’ αυτές τις υπέροχες, συναρπαστικές καινούργιες δουλειές στο αγρόκτημα για τις οποίες κομπάζαμε, μολονότι στην αρχή ο αγρότης κι η γυναίκα του την κρατούσαν σε απόσταση. Το πρωί της επομένης μετά την άφιξή μας εκεί την είχαμε δει να κάνει άλλο ένα από τα λάθη που οδηγούσαν τους ανθρώπους να τη θεωρούν αλλόκοτη. Άδειασε όλο χαρά πάνω στο τραπέ­ ζι, σε ένα συνονθύλευμα από χαρτονομίσματα της Τράπεζας της Σκοτίας και χρυσές λίρες, όλο το ποσό που είχε συμφωνή­ σει να πληρώσει για τις έξι εβδομάδες των διακοπών μας. Οι Γουίαρ, κοκαλιάρηδες, ξανθοί, βλοσυροί, την κοίταξαν με βλέμματα ανόητα και στενεμένα από την καχυποψία. Δεν μπο­ ρούσαν να καταλάβουν γιατί να θέλει κάποιος να πληρώσει προκαταβολικά, όταν δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη. Κι ακόμα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=