Το σιντριβάνι ξεχειλίζει (Το χρονικό μιας οικογένειας)

R E B ECCA WE S T 30 μουρμούρισε η μαμά. Έκανε προσπάθεια ν’ αφουγκραστεί και το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Μα αυτά, παιδιά μου, είναι τα άλογα που χτυπάνε δυνατά τα πόδια τους στον στάβλο τους». Μείναμε εμβρόντητες. «Τι; Είναι απλώς εκείνα τ’ άλογα που είδαμε το απόγευμα;» «Ναι, εκείνα. Α, μάλιστα, τώρα που τ’ ακούω δεν απορώ που φοβηθήκατε. Είναι εκκωφαντικός ο θόρυβος που κάνουν οι οπλές τους». «Γιατί όμως ακούγεται τόσο θλιμμένος;» Εκείνη χασμουρήθηκε κι απάντησε: «Λοιπόν, έτσι ακούγεται κι ο κεραυνός, θλιμμένος λες κι όλα έχουν πάει στραβά για τελευταία φορά. Κι η θάλασσα συχνά ακούγεται θλιμμένη, κι ο αέρας στα δέντρα σχεδόν πά­ ντα. Πηγαίνετε για ύπνο, πουλάκια μου». «Μα πώς μπορεί η οπλή ενός αλόγου που χτυπάει το πάτω­ μα του στάβλου ν’ ακούγεται τόσο θλιμμένη;» απόρησα εγώ. «Γιατί τα δάχτυλα της μαμάς ακούγονται τόσο θλιμμένα κάποιες φορές όταν πατάνε τα άσπρα πλήκτρα;» ρώτησε η Μαίρη. «Αυτό θα το σκεφτούμε αύριο, παρακαλώ» είπε εκείνη. «Αν και πραγματικά δεν ξέρω γιατί να σας υποσχεθώ ότι θα σκεφτούμε οτιδήποτε τέτοιο. Έτσι και με ρωτήσετε αύριο ή οποιαδήποτε άλλη μέρα για ποιον λόγο μερικοί ήχοι είναι θλιμ­ μένοι και άλλοι χαρούμενοι, δεν θα μπορέσω να σας πω. Ούτε καν ο μπαμπάς σας δεν θα μπορέσει να σας το πει αυτό. Τι ερώτηση κι αυτή, χρυσά μου! Αν το ξέρατε αυτό, τότε θα ξέ­ ρατε τα πάντα. Καληνύχτα, αγαπούλες μου, καληνύχτα!» Ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι σ’ εκείνο το αγρόκτημα τις πρώτες δέκα μέρες περίπου. Εμείς τα παιδιά νιώθαμε μεθυ­ σμένα από τον αέρα των λόφων, επειδή μέχρι τότε δεν είχαμε περάσει ποτέ περισσότερες από λίγες ώρες πάνω από το επί­ πεδο της θάλασσας. «Κι είναι ακόμα καλύτερα στα πραγματι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=