Το σιντριβάνι ξεχειλίζει (Το χρονικό μιας οικογένειας)

TO Σ Ι ΝΤ Ρ Ι ΒΑΝ Ι Ξ Ε Χ Ε Ι Λ Ι Ζ Ε Ι 27 Το ταξίδι, ο αποχωρισμός από τον μπαμπά και η γνωριμία μας με όλα αυτά τα ζώα μάς εξουθένωσαν τόσο, που πήγαμε για ύπνο λίγη ώρα μετά τον Ρίτσαρντ Κουίν, ενώ είχε ακόμη φως, παρόλο που συνήθως μέναμε ξύπνιες μέχρι και το τελευ­ ταίο λεπτό που μας επέτρεπαν. Όλα τα κορίτσια κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο, η Μαίρη κι εγώ σ’ ένα διπλό κρεβάτι με ψηλό μαονένιο κεφαλάρι σκαλισμένο με ζουμερά φρούτα και λουλούδια, η Κορντίλια σ’ ένα ράντζο στα πόδια του. Κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί με την Κορντίλια, γιατί τιναζόταν συχνά και στριφογύριζε όταν έβλεπε όνειρα, φωνάζοντας δια­ ταγές. ΗΜαίρη κι εγώ ήμασταν πολύ άνετα τα βράδια: κουρ­ νιάζαμε με το πρόσωπο της μιας χωμένο στην πλάτη της άλλης και την κοιλιά πιεσμένη πάνω στον πισινό της, και δεν κατα­ λαβαίναμε τίποτα μέχρι το πρωί. Η Μαίρη ήταν ψηλόλιγνη, έδειχνε κατά κάποιον τρόπο μεγάλη ενώ ήταν ακόμη παιδί, ήταν ψύχραιμη και μεθοδική, στο πιάνο μπορούσε να ξεπερά­ σει οποιοδήποτε πρόβλημα τοποθέτησης των δαχτύλων με ηρεμία, ενώ εμένα μ’ έπιανε η φούρια και τσατιζόμουν κι έκλαιγα. Μαζί μου όμως ήταν πάντα τρυφερή κι υποχωρητική – παρέα, ήμασταν σαν δύο αρκουδάκια. Όταν η μαμά μάς καληνύχτισε, πρόσεξα πως από τη στιγμή που μίλησε με τους ανθρώπους του αγροκτήματος η σκοτσέ­ ζικη προφορά της είχε γίνει πολύ πιο έντονη απ’ όσο συνήθως: αρκούσε να υπερβάλει λίγο για χάρη τους στον επιτονισμό των προτάσεών της, κι έμοιαζαν με μουσικές φράσεις. Ακουγόταν πανέμορφο. Μας είπε πως, αν θέλαμε οτιδήποτε τη νύχτα, δεν είχαμε παρά να την ξυπνήσουμε, και δεν χρειαζόταν καν να βγούμε στον διάδρομο, η πόρτα κοντά στο παράθυρο δεν ήταν ντουλάπι, όπως ίσως νομίζαμε, οδηγούσε κατευθείαν στο δωμάτιο όπου κοιμούνταν εκείνη κι ο Ρίτσαρντ Κουίν. Πάντα μας έλεγε τέτοια πράγματα, αλλά δεν θέλαμε ποτέ βοή­ θεια, ήμασταν τόσο ανεξάρτητες, τόσο ώριμες για την ηλικία

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=