Το σιντριβάνι ξεχειλίζει (Το χρονικό μιας οικογένειας)

R E B ECCA WE S T 24 ρούσε να παίξει βιολί – όσο χαζό θα ήταν αν εγώ κι η Μαίρη πιστεύαμε ότι έχουμε χρυσοκόκκινες μπούκλες. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο κυμαινόταν ανάλογα με τα ρεύ­ ματα των συμπαθειών και των αντιπαθειών, της συγχώρεσης και της μνησικακίας, μέχρι που ήρθε η γυναίκα του αγρότη και ρώτησε αν θα θέλαμε να δούμε τη φοράδα και το πουλάρι που μόλις είχε αγοράσει ο άντρας της από κάποιο αγρόκτημα στους λόφους, κι έτσι περάσαμε στον κόσμο των ζώων. Όμως κι εδώ υπήρχαν διακυμάνσεις, τίποτα δεν ήταν σταθερό. Πρώ­ τα απ’ όλα, μας σύστησαν στα σκυλιά, ράτσας κόλεϊ, που τα έβαλαν να μας μυρίσουν και να μας γλείψουν, ώστε να μας αναγνωρίζουν ως μέλη του νοικοκυριού και να μη μας γαβγί­ ζουν, ούτε να μας δαγκώνουν. Δεν μας άρεσε καθόλου, γιατί δεν εγκρίναμε τα ζώα που ήταν τόσο παραδομένα στην κακο­ βουλία ώστε να πρέπει να γίνουν συγκεκριμένα τελετουργικά προτού συναινέσουν να φερθούν με κοινή ευγένεια σε άκακους ανθρώπους όπως ήταν η μαμά κι εμείς. «Μα είναι φύλακες» μας υπενθύμισε η μαμά. «Προστατεύουν το αγρόκτημα από τους κλέφτες». Εμείς όμως ρωτήσαμε χλευαστικά «Ποιους κλέφτες;» και κοιτάξαμε θριαμβευτικά τους αμφιθεατρικούς καθάριους πράσινους λόφους, λες κι η αθωότητα του σκηνικού αποδείκνυε την αθωότητα του δράματος. Είναι περίεργο πώς εκείνη την εποχή επικρατούσε η πεποίθηση ότι ο πόλεμος, το έγκλημα και κάθε βαναυσότητα θα εξαφανίζονταν από προ­ σώπου γης, ακόμα και τα μικρά κορίτσια ήξεραν πως ήταν μια υπόσχεση που επρόκειτο να τηρηθεί. Ύστερα η γυναίκα του αγρότη έδειξε μερικά λιβάδια στις λοφοπλαγιές διάστικτα με αγελάδες και μας είπε να μην πάμε εκεί, επειδή ένας ταύρος ήταν αμολητός. Δεν είχαμε καμία αντίρρηση σ’ αυτό, μάλλον αισθανόμασταν ότι το μυστηριώδες πάσο ασφαλείας με το οποίο μας είχε εφοδιάσει το σύμπαν δεν συμπεριλάμβανε τους ταύρους, ενώ στέγνωναν τα χείλη μας

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=