Το σιντριβάνι ξεχειλίζει (Το χρονικό μιας οικογένειας)

TO Σ Ι ΝΤ Ρ Ι ΒΑΝ Ι Ξ Ε Χ Ε Ι Λ Ι Ζ Ε Ι 19 ρισα ποτέ. Μα ο μπαμπάς σας τον ξέρει πολύ καιρό. Εκείνος τρέφει μεγάλο θαυμασμό για τον πατέρα σας. Όλοι τον θαυ­ μάζουν, εκτός απ’ αυτούς που τον ζηλεύουν». «Γιατί να τον ζηλεύει κάποιος;» απόρησε η Κορντίλια. «Έχουμε ελάχιστα χρήματα». «Α, τον ζηλεύουν για το μυαλό του, για την εμφάνισή του, για τα πάντα επάνω του» είπε η μαμά μ’ έναν στεναγμό. «Κι επίσης έχει πάντα δίκιο, όταν όλοι οι άλλοι έχουν άδικο. Μια κατάσταση» πρόσθεσε αυστηρά, καρφώνοντας το φλογερό μαύρο βλέμμα της πάνω στον καθέναν από εμάς με τη σειρά, «στην οποία κανείς σας δεν είναι πιθανό να βρεθεί». Έπειτα μαλάκωσε πάλι και κοίταξε τον Ρίτσαρντ Κουίν, που κρατούσε το φλιτζάνι σχεδόν ανάποδα, πασχίζοντας να γευτεί και τις τελευταίες σταγόνες. «Όχι, πουλάκι μου. Όταν κάνεις πολύ θόρυβο τρώγοντας, πρέπει να σταματήσεις, δεν τρως σωστά. Γιατί, αν δεν σταματήσεις και δεν φροντίσεις να το κάνεις αθόρυβα, θα μεταμορφωθείς σε γουρουνάκι, και τότε θα πρέ­ πει να πας να ζήσεις σε χοιροστάσιο, και μπορεί εσένα να σου αρέσει, αλλά οι καημένες οι αδελφές σου θα στεναχωρηθούν. Θα θέλουν να είναι μαζί σου, μα δεν θα υπάρχει χώρος γι’ αυτές, και καλό είναι να τις λάβεις υπόψη σου, εκείνες σου φέρονται τόσο υπέροχα. Αχ, πουλάκι μου, αναρωτιέμαι τι όρ­ γανο θα παίζεις. Είναι εκνευριστικό να μην ξέρω». Γιατί, φυσικά, όλες παίζαμε κάποιο όργανο. Όπως όλοι οι συγγενείς του μπαμπά στην Ιρλανδία ήταν στρατιώτες ή σύζυγοι στρατιωτών, έτσι και στην οικογένεια της μαμάς από τα Δυτικά Χάιλαντς όλοι ήταν μουσικοί, πάντα ήταν, τουλάχιστον πέντε γενιές πίσω. Δεν είχαν αφήσει κάποιο σπουδαίο όνομα στην ιστορία της μουσικής, ίσως επειδή μονίμως πέθαιναν αρκετά νέοι, ωστόσο ο παππούς της μαμάς είχε πάει στην Αυστρία, είχε παίξει με την ορχήστρα της Όπερας της Βιέννης κι είχε μι­ λήσει με τον Μπετόβεν και τον Σούμπερτ, ενώ ο πατέρας της

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=