Το σιντριβάνι ξεχειλίζει (Το χρονικό μιας οικογένειας)

TO Σ Ι ΝΤ Ρ Ι ΒΑΝ Ι Ξ Ε Χ Ε Ι Λ Ι Ζ Ε Ι 17 σχολές μουσικής, όπως κι εκείνη. Και στη Νότια Αφρική για­ τί είχαμε φύγει τόσο ξαφνικά από το Κέιπ Τάουν για να πάμε στο Ντέρμπαν; Και γιατί την έπιανε τόση απελπισία όταν έρ­ χονταν αυτές οι ειδοποιήσεις να μετακομίσουμε, ενώ ο μπα­ μπάς παρέμενε ήρεμος αλλά μιλούσε αφηρημένα, λες κι όλα αυτά συνέβαιναν σε κάποιον άλλον, γελώντας συχνά μόνος του σιγανά και περιφρονητικά; Αυτό έκανε και τώρα καθώς προχωρούσαμε προς τη σούστα. «Δεν υπάρχει τίποτα να ξέρεις, καλή μου Κλερ» είπε κι ανέβηκε μ’ ένα σάλτο στη θέση του δίπλα στον αμαξά. Είδαμε τη σούστα να ξεκινάει, να διασχίζει το κομμάτι του δρόμου που έφτανε μέχρι το τέλος της κοιλάδας, να περνάει από την άλλη μεριά του διάσελου και να χάνεται. Δεν πήρε πολλή ώρα. Το αγόρι που οδηγούσε έβαλε το άλογο να τρέξει όσο πιο γρήγορα γινόταν – οι άνθρωποι έκαναν μονίμως φι­ γούρα μπροστά στον μπαμπά. Και τότε ο Ρίτσαρντ Κουίν τρά­ βηξε τη φούστα της μαμάς και της είπε με τα μπαμπαλίσματά του να μην κλαίει κι ότι ήθελε κάτι να πιει. Γυρίσαμε πάλι όλοι μαζί στο σαλόνι και βαλθήκαμε να του δείχνουμε με κάθε τρόπο τη λατρεία μας, ενώ εκείνος καθόταν στα γόνατα της μαμάς και κατέβαζε το γάλα του με μεγάλες γουλιές, τρέμο­ ντας ολόκληρος από την προσπάθεια και την απόλαυση, όπως ένα κουτάβι μπροστά στο πιατάκι του. «Ποιος είναι ο κύριος Μορπούργκο;» ρώτησε ηΜαίρη. «Τι αστείο όνομα! Θυμίζει ταχυδακτυλουργό. ΟΜέγας Μορπούρ­ γκο». Καταλάβαινε πολύ καλά πως η μαμά είχε ενοχληθεί από κάτι που είχε κάνει αυτός ο άγνωστος άντρας, ωστόσο δεν ρωτούσε απλώς από αδιακρισία. Αν και μικρές, ήμασταν ήδη πονηρές σαν αλεπούδες. Αναγκαστικά. Έπρεπε να οσφραι­ νόμαστε τον αέρα για να προβλέψουμε από πού θα κατέφτα­ νε η επόμενη ατυχία, ώστε να μεριμνήσουμε αναλόγως για

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=