Το σιντριβάνι ξεχειλίζει (Το χρονικό μιας οικογένειας)

R E B ECCA WE S T 16 «Ναι, ναι, αγάπη μου» επιβεβαίωσε εκείνος. « Έτσι ακρι­ βώς θα γίνει». Μας φίλησε όλους, ξεκινώντας από την Κορντίλια και τελειώνοντας με τον Ρίτσαρντ Κουίν, μια σει­ ρά την οποία πάντα τηρούσε, γιατί ήταν δίκαιος άνθρωπος. Υπήρξε κάποια εποχή που αυτό στεναχωρούσε τη Μαίρη κι εμένα, γιατί ήμασταν κατά των προνομίων των πρωτότοκων, μέχρι που η αδελφή μου σκέφτηκε ότι τρώγαμε πάντα πρώ­ το το πιο βαρετό φαγητό στο πιάτο μας κι αφήναμε για το τέλος ό,τι μας άρεσε περισσότερο. Έπειτα το μουστάκι του άγγιξε το μάγουλο της μαμάς και, ανασηκώνοντας πάλι το κεφάλι του, ρώτησε ανάλαφρα: «Πόσον καιρό μπορείς να μείνεις εδώ;». Το πρόσωπο της μαμάς συσπάστηκε. «Αφού σου είπα: πήρα τα χρήματα που μου έδωσαν οι Αυ­ στραλοί για το διαμέρισμα, πλήρωσα τον σπιτονοικοκύρη μας ό,τι του χρωστούσαμε από νοίκια, εξόφλησα όλους τους λο­ γαριασμούς μας στους εμπόρους και με τα υπόλοιπα μπορού­ με να μείνουμε εδώμέχρι την τρίτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, όχι περισσότερο. Αλλά γιατί ρωτάς; Δεν θα γίνει όπως μόλις κανονίσαμε;» «Ναι, ναι» απάντησε ο πατέρας μου. «Πες το μου αν δεν πρόκειται να γίνει έτσι» τον ικέτευσε αγριεμένα. «Μπορώ ν’ αντιμετωπίσω τα πάντα. Όμως πρέπει να ξέρω». Τους παρακολουθούσαμε με μια περιέργεια που δεν είχε να κάνει μόνο μ’ εκείνη τη στιγμή. Γιατί φεύγαμε τόσο σύντο­ μα από το Εδιμβούργο; Όταν αφήσαμε τηΝότια Αφρική, όπου είχαμε ζήσει αρκετά ήρεμα στις παρυφές ενός πολέμου, η μαμά είχε πει ότι, επειδή ο μπαμπάς θα γινόταν βοηθός αρχι­ συντάκτη στην εφημερίδα The Caledonian , θα μέναμε στο Εδιμ­ βούργο μέχρι σχεδόν να μεγαλώσουμε και να πρέπει να πάμε στο Λονδίνο για να σπουδάσουμε σε μια από τις σπουδαίες

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=