Το σπίτι της ευθυμίας

E D I T H W H A R T O N 10 βαίνει όμως γιατί σκέφτηκε κάτι τέτοιο. Δεν υπήρχε τίποτα διαφορετικό στη δεσποινίδα Μπαρτ κι όμως, δεν μπορούσε να την κοιτάξει χωρίς να νιώσει έστω κι ένα αμυδρό ενδιαφέ- ρον: το χαρακτηριστικό της γνώρισμα ήταν ότι έκανε τους άλλους να αναρωτιούνται, ότι οι απλούστερες κινήσεις της έμοιαζαν ως αποτέλεσμα μεγαλεπήβολων προθέσεων. Ενώ κατευθυνόταν προς την έξοδο, μια ξαφνική περιέργεια τον έκανε να λοξοδρομήσει και να περάσει αδιάφορα από δίπλα της. Ήξερε ότι, αν εκείνη δεν ήθελε να φανερωθεί, θα έβρισκε τρόπο να τον αποφύγει· και του φάνηκε διασκεδαστική η σκέ- ψη ότι θα έβαζε σε δοκιμασία αυτή της την ικανότητα. «Κύριε Σέλντεν… τι τύχη!» Προχώρησε προς το μέρος του χαμογελαστή, σχεδόν ανυ- πόμονη, και αποφασισμένη να τον σταματήσει. Κάνα δυο άτομα που περνούσαν από δίπλα τους κοντοστάθηκαν για να κοιτάξουν, καθώς η εμφάνιση της δεσποινίδας Μπαρτ μπο- ρούσε να αιχμαλωτίσει ακόμα και τον ταξιδιώτη που έτρεχε να προλάβει το τελευταίο τρένο για να επιστρέψει στα προάστια. Ο Σέλντεν δεν την είχε δει ποτέ του πιο εκτυφλωτική. Το ζωηρό της πρόσωπο ξεχώριζε μέσα στο μουντό πλήθος με αποτέλεσμα να τραβάει την προσοχή πιο πολύ απ’ ό,τι αν βρισκόταν σε μια αίθουσα χορού, και κάτω από το σκούρο καπέλο και το βέλο ξανάπαιρνε την κοριτσίστικη απαλότητα, την καθαρότητα της επιδερμίδας που μετά από έντεκα χρόνια με ξενύχτι κι ασταμάτητο χορό είχε αρχίσει να τη χάνει. Είχαν περάσει πραγματικά έντεκα χρόνια, αναρωτήθηκε ο Σέλντεν, είχε στ’ αλήθεια φτάσει στα εικοστά ένατα γενέθλιά της, όπως ισχυρίζονταν οι αντίζηλές της; «Τι τύχη!» επανέλαβε εκείνη. «Τι ευγενικό εκ μέρους σας να εμφανιστείτε για να με σώσετε!»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=