Το σπίτι της ευθυμίας

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Ε Υ Θ Υ Μ Ι Α Σ 21 «Ακριβώς. Κι έτσι τον ξαπέστειλε στην Ινδία». «Ατυχία… μπορείτε να βρείτε όμως καλύτερο από τον Ντίλ- γουορθ». Της πρότεινε την ταμπακιέρα κι εκείνη πήρε τρία τέσσερα τσιγάρα, έβαλε το ένα στα χείλη και στρίμωξε τα υπόλοιπα στη μικρή χρυσή ταμπακιέρα που ήταν πιασμένη στη μακριά μαργαριταρένια καδένα της. «Προλαβαίνω; Μια ρουφηξιά λοιπόν». Έγειρε μπροστά, ακουμπώντας την άκρη του τσιγάρου της στο δικό του. Καθώς το έκανε, εκείνος παρατήρησε, με μια απόλαυση που δεν είχε καμία προσωπική χροιά, πό- σο ομοιόμορφα φύτρωναν οι μαύρες βλεφαρίδες της στα λεία λευκά βλέφαρα και πώς η μαβιά απόχρωση από κάτω γινόταν βαθμιαία ένα με την αψεγάδιαστη χλωμάδα του προσώπου της. Βάλθηκε να περιφέρεται στο δωμάτιο, εξετάζοντας τα ρά- φια της βιβλιοθήκης, ανάμεσα στις ρουφηξιές του τσιγάρου της. Μερικοί τόμοι είχαν τις βαθιές αποχρώσεις της καλής βιβλιοδεσίας και μαροκινό δέρμα, και το βλέμμα της στάθηκε πάνω τους χαϊδεύοντάς τους, όχι με την εκτίμηση του ειδικού, αλλά απολαμβάνοντας κάθε ευχάριστο τόνο και υφή, που ήταν μια από τις πιο βαθιές ευαισθησίες της. Ξαφνικά η έκφρασή της άλλαξε από ανέμελη απόλαυση σε ζωηρή σκέψη και στρά- φηκε στον Σέλντεν με ένα ερώτημα. «Είστε συλλέκτης, έτσι δεν είναι;… ξέρετε από πρώτες εκδόσεις και τα παρόμοια;» «Όσο μπορεί ένας άνθρωπος που δεν του περισσεύουν τα χρήματα. Κάπου κάπου βρίσκω κάτι στα αζήτητα· ρίχνω επί- σης και μια ματιά στις μεγάλες εκποιήσεις». Εκείνη είχε στραφεί και πάλι προς τα ράφια, το βλέμμα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=