Το σπίτι της ευθυμίας

E D I T H W H A R T O N 18 σκιά αμηχανίας στα γοητευτικά της μάτια. «Μακάρι να ’ξερα… μακάρι να μπορούσα να σας καταλάβω. Γνωρίζω βέβαια ότι υπάρχουν άντρες που δεν με συμπαθούν… το καταλαβαίνει κανείς με την πρώτη ματιά. Υπάρχουν και οι άλλοι που με φοβούνται: νομίζουν ότι θέλω να τους παντρευτώ». Του χα- μογέλασε ειλικρινά. «Δεν πιστεύω όμως ότι εσείς με αντιπα- θείτε… ούτε είναι δυνατό να πιστεύετε ότι θέλω να σας πα- ντρευτώ». «Όχι… δεν σας υποψιάζομαι για κάτι τέτοιο» συμφώνησε εκείνος. «Τότε λοιπόν;…» Είχε μεταφέρει το φλιτζάνι του κοντά στο τζάκι και στε- κόταν ακουμπώντας στο διακοσμητικό γείσο, ενώ την κοι- τούσε αφ’ υψηλού χαζεύοντας νωχελικά. Η προκλητικότητα στο βλέμμα της τον διασκέδαζε ακόμα περισσότερο – δεν είχε φανταστεί ότι θα ξόδευε πυρομαχικά για ένα τόσο ασή- μαντο θήραμα. Ίσως έκανε απλώς προπόνηση. Ή, ίσως, μια κοπέλα σαν αυτή να μην μπορούσε να κάνει άλλες συζητή- σεις εκτός απ’ αυτές που είχαν προσωπικό χαρακτήρα. Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, ήταν εκπληκτικά όμορφη και την είχε καλέσει για τσάι, όφειλε λοιπόν να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. «Εντάξει λοιπόν» της είπε θαρραλέα «ίσως αυτός να είναι ο λόγος». «Ποιος;» «Το γεγονός ότι δεν θέλετε να με παντρευτείτε. Ίσως να μην το βρίσκω αυτό αρκετά δελεαστικό ώστε να έρχομαι να σας δω». Ένιωσε ένα ανεπαίσθητο ρίγος στη ραχοκοκαλιά του απο- τολμώντας αυτά τα λόγια, αλλά το γέλιο της τον καθησύχασε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=