Το σπίτι της ευθυμίας

Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι Τ Η Σ Ε Υ Θ Υ Μ Ι Α Σ 17 σει, ώστε οι κρίκοι του βραχιολιού της έμοιαζαν με χειροπέδες που την κρατούσαν δεμένη στη μοίρα της. Φάνηκε να διαβάζει τις σκέψεις του. «Ήταν άθλιο εκ μέρους μου να μιλήσω έτσι για την Γκέρτι» είπε με χαριτωμένη μεταμέλεια. «Ξέχασα ότι είναι εξαδέλφη σας. Είμαστε όμως πολύ διαφορετικές, ξέρετε: της αρέσει να είναι καλή, εμένα μ’ αρέσει να είμαι ευτυχισμένη. Εκτός αυ- τού, εκείνη είναι ελεύθερη ενώ εγώ όχι. Αν ήμουν, τολμώ να πω ότι θα κατάφερνα να είμαι ευτυχισμένη ακόμα και στο διαμέρισμά της. Πρέπει να είναι απόλυτη ευτυχία το να το- ποθετεί κανείς τα έπιπλα όπως ακριβώς θέλει και να δίνει όλα τα απαίσια στον παλιατζή. Αχ, αν μπορούσα να ανακαινίσω το σαλόνι της θείας μου, θα γινόμουν άλλος άνθρωπος». «Τόσο χάλια είναι, αλήθεια;» τη ρώτησε συμπονετικά. Του χαμογέλασε πάνω από το τσαγερό που το είχε σηκώσει για να σερβίρει. «Απ’ αυτό φαίνεται πόσο σπάνια έρχεστε. Γιατί δεν έρχεστε συχνότερα;» «Όταν έρχομαι, δεν έρχομαι για να δω τα έπιπλα της κυ- ρίας Πένιστον». «Ανοησίες» του είπε. «Δεν έρχεστε ποτέ… κι όμως, περ- νάμε τόσο καλά όποτε συναντιόμαστε». « Ίσως αυτός να είναι ο λόγος» της απάντησε αμέσως. «Δυ- στυχώς δεν έχω καθόλου κρέμα… μήπως θα θέλατε μια φέτα λεμόνι αντί για κρέμα;» «Το προτιμώ». Περίμενε, καθώς εκείνος έκοβε το λεμόνι, και ύστερα έβαλε μια λεπτή φέτα στο φλιτζάνι της. «Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος» επέμεινε εκείνη. «Ο λόγος για ποιο πράγμα;» «Ο λόγος που δεν έρχεστε ποτέ». Έγειρε μπροστά με μια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=