Το σπίτι της ευθυμίας

E D I T H W H A R T O N 14 Τη στιγμή που έφτασε σε αυτό το σημείο των συλλογισμών του βγήκε ο ήλιος και εκείνη άνοιξε το ομπρελίνο της, στε- ρώντας του την απόλαυση να τη βλέπει. Κάνα δυο λεπτά αρ- γότερα κοντοστάθηκε αναστενάζοντας. «Ω, Θεέ μου, ζεσταίνομαι και διψάω πάρα πολύ… τι απαί- σιο μέρος που είναι η Νέα Υόρκη!» Κοίταξε με απελπισία πά- νω κάτω τη μουντή λεωφόρο. «Άλλες πόλεις βάζουν τα καλά τους το καλοκαίρι, αλλά η Νέα Υόρκη είναι λες κι έχει βγάλει απλώς το σακάκι της». Το βλέμμα της κατευθύνθηκε προς έναν κάθετο δρόμο. «Κάποιος είχε την ανθρωπιά να φυτέψει μερικά δέντρα εκεί πέρα. Ας πάμε στη σκιά». «Χαίρομαι που εγκρίνετε τον δρόμο μου» είπε ο Σέλντεν μόλις έστριψαν στη γωνία. «Τον δρόμο σας; Εδώ μένετε;» Κοίταξε με ενδιαφέρον τις προσόψεις από τούβλο και ασβε- στόλιθο των νεόκτιστων κτιρίων, που διέφεραν σημαντικά μεταξύ τους υπακούοντας στην αμερικανική λαχτάρα για νεω­ τερικότητα, ενώ ταυτόχρονα έδειχναν δροσερές και ελκυστι- κές με τις τέντες και τις ζαρντινιέρες τους. «Α, ναι… μάλιστα: Το Μπένεντικ . Τι όμορφο κτίριο! Μου φαίνεται ότι δεν το έχω ξαναδεί». Κοίταξε την πολυκατοικία με τη μαρμάρινη είσοδο και την πρόσοψη ψευδογεωργιανού ρυθμού. «Ποια είναι τα δικά σας παράθυρα; Εκείνα με τις κατεβασμένες τέντες;» «Στον τελευταίο όροφο… ναι». «Κι είναι δικό σας αυτό το ωραίο μπαλκονάκι; Τι δροσερά που μοιάζει να είναι εκεί!» Εκείνος δίστασε για μια στιγμή. «Ελάτε επάνω να το δείτε» πρότεινε. «Μπορώ να σας ετοιμάσω ένα τσάι στη στιγμή… και δεν θα συναντήσετε κανέναν πληκτικό τύπο».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=