Το σπάσιμο

Τ Α Σ Ο Σ Π Α Π Α Ν Α Σ Τ Α Σ Ι Ο Υ 18 την καλοπέραση. Και ποιον πρέπει να σέβονται και να φοβού­ νται και λίγο. «Ο Αποστολακούδης είναι νεκρός» λέει η φωνή στο τηλέφωνο. Παγώνει για μια στιγμή. «Τι έγινε;» ρωτάει, ξαναβρίσκοντας αμέσως την αυτοκυριαρ­ χία του. «Έκανε υπερβολική δόση» απαντάει η φωνή. «Ποιος; Ο Αποστολακούδης; Τι λες; Αφού δεν έπαιρνε τίπο­ τα» λέει ο Αστερίου. «Κι όμως. Θα έπαιρνε και δεν θα το ξέραμε» ακούγεται πάλι η φωνή στο τηλέφωνο. «Αν έπαιρνε και δεν το ξέραμε, έκανες πολύ μεγάλο λάθος» δηλώνει με αυστηρό ύφος. «Δεν κάνω λάθη» ακούγεται παγωμένη η φωνή. «Οκέι, γλυκιά μου Εύα. Τότε χρωστάς μία εξήγηση. Μάθε όσο περισσότερα μπορείς και ενημέρωσέ με» λέει ο Αστερίου και σέρνει το δάχτυλό του στην οθόνη του τηλεφώνου του, προς την αντίθετη φορά απ’ ό,τι πριν. Ακουμπάει απαλά τη συσκευή στο κομοδίνο, προσπαθώντας να βάλει σε σειρά τις σκέψεις του για το νέο που μόλις έμαθε. Από τη μια, είναι ένα σοκ. Ένα κενό θα δημιουργηθεί τώρα. Και, από την άλλη, είναι κάτι που τον γεμίζει με άγρια χαρά. Το τσογλάνι ξεκουμπίστηκε! Χαμογελάει και, καθώς ξαπλώνει πάλι στο κρεβάτι, το βλέμ­ μα του πέφτει στο σακουλάκι με τα προφυλακτικά και στ’ αυτιά του ξεκαθαρίζει ο ήχος που εδώ και λίγη ώρα τού ακουγόταν παράταιρος, ένα κλάμα που πασχίζει να μείνει βουβό. Αισθάνεται σφίξιμο στους βουβώνες. Γυρίζει προς το κορίτσι, που έχει μαζεμένα τα πόδια του στο σαγόνι, έχει τα χέρια κλεισμένα γύρω από τα γόνατα και κοιτά το κενό. Το σχεδόν άηχο κλάμα λες και είναι ένα παρατεταμένο ισοκράτημα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=