Το σπάσιμο

1 Ε κείνο για το οποίο είναι σίγουρος είναι ότι δεν μπορεί να κουνήσει ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια του. Είναι πεσμένος στα υγρά πλακάκια και νιώθει τον σβέρκο του υγρό. Υγρό και ζεστό. Ανοίγει αργά τα μάτια του, αλλά δεν βλέπει τίποτα. Πηχτό σκοτάδι, σχεδόν στερεό, τον τυλίγει. Προσπαθεί να θυμηθεί. Τα φώτα ήταν κίτρινα. Κρατούσε το παιδί από το χέρι του. Μετά ένιωσε ένα κάψιμο στο κεφάλι του, έπεσε μπρούμυτα και τα φώτα έσβησαν. Ή το σκοτάδι όρμησε σαν βαρδάρης που παγώνει τα πάντα. Δεν είναι σίγουρος. Έσβησαν τα φώτα ή φύσηξε σκοτάδι; Τώρα ακούει φωνές δίπλα του. Κάποιοι τον ψαχουλεύουν. Του φορούν νάρθηκα ακινητοποίησης. Προσπαθεί να ρωτήσει κάτι, αλλά δεν έρχονται οι λέξεις στο στόμα του. Δεν υπακούει η γλώσσα, ούτε οι λέξεις σχηματίζονται στο στόμα του. Δεν μπορεί να σκεφτεί τι θέλει να πει. Το μόνο που σκέφτεται είναι μια λέξη. Παράλυτος. «Ας τον σηκώσουμε» ακούει. Τέσσερα χέρια τον αρπάζουν και τον μετακινούν αργά σε ένα φορείο. Ο σβέρκος του είναι υγρός και ζεστός. Μυρίζει αίμα. Δεν μυρίζει τίποτα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=