Το σεντούκι με τα αμύθητα σεντέφια
ΤΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ ΜΕ ΤΑ ΑΜΥΘΗΤΑ ΣΕΝΤΕΦΙΑ | 15 – Σαν την Αϊσά χανούμ. – Πιο όμορφη. – Ναι, μάλλον θα ήτανε πιο όμορφη… Και ο Αχιλλέας θα ήταν παλικάρι, ε; Και ρωτούσε η Εσμέτ και διηγιόμουν εγώ. Διηγιόμουν, διηγιόμουν… Έλεγα στην Εσμέτ για την Ωραία Ελένη και το αρχο ντόπουλο τον Πάρη, για τον μεγάλο αρχιστράτηγο Αγα μέμνονα, για τον πανέξυπνο Οδυσσέα και για τον Δούρειο Ίππο… Κυρίως, όμως, μου άρεσε να της μιλάω για τον Αχιλλέα. Πολύ μου άρεσε ο Αχιλλέας! Γιατί ήταν νέος και όμορφος και δυνατός και παλικάρι! Πολύ τον θαύμαζα τον Αχιλλέα! Αυτός ήταν ο ήρωάς μου! Κι ας έλεγε ο παππούς «ότι καλό είναι να σκέφτεσαι, κοκόνα μ’, καμιά φορά και εκείνον τον Έκτορα, τον φουκαρά». Έτσι και σήμερα. Είμαστε πάλι ξαπλωμένες εδώ στη γού βα, «στη φωλιά μας», πλάι στην παλιά κολόνα, στον ναό… Σεπτέμβρης είναι. Χθες είχαμε την πρώτη φθινοπωρινή βροχή. Σεπτέμβρης του 1914. Μαθήματα δεν έχω αρχίσει. Η κυρία Ευανθούλα, η δασκάλα μου, βρίσκεται ακόμη στις Κυδωνιές, στους δικούς της. Νωρίς νωρίς το πρωί με σήκωσε ο παππούς. –Άντε, κοκόνα, ντύσου, στολίσου, πάμε στοναρχαίοναό.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=