Το σεντούκι με τα αμύθητα σεντέφια

TΖΕΜΗ ΤΑΣΑΚΟΥ 14 | – Άσ’ τα αυτά και πες μου εκείνη την ιστορία που θύ­ μωσε η Άρτεμη με εκείνον τον αγά, τον αρχηγό… – Τον Αγαμέμνονα… – Ναι! Μ’ αυτόν! Που δεν έστελνε άνεμο η Άρτεμη να φύγουν τα καράβια και είπε ο μάντης πως πρέπει ο Μέ­ μνονας-αγάς να θυσιάσει τη μικρή του κόρη… – Δεν ήταν αγάς… – Δεν πειράζει! Την ιστορία πες μου! Πόσες και πόσες φορές δεν είχα διηγηθεί στην Εσμέτ την ιστορία αυτή…Αλλά της άρεσε πάντοτε να την ακούει. Κι εμένα μ’ άρεσε να τη διηγιέμαι. Την ήξερα απέξω κι ανακατωτά αυτήν την ιστορία. Την ιστορία του Τρωικού Πολέμου, αλλά και την άλλη, εκείνη με τις περιπέτειες του πανούργου Οδυσσέα. Μου τις είχε μάθει και τις δύο ο παππούς. Ήτανε τα έπη του Ομήρου οι ιστορίες αυτές. Έτσι τις λέγανε… Πώς μ’ άρεσαν τα έπη αυτά! Πώς μ’ άρεσαν! Δε χόρταινα να τα ακούω και δε χόρταινα να τα διηγιέμαι. Ήταν τα αγαπημένα μου… παραμύθια. Αλλά και στην Εσμέτ αρέσανε πολύ. Γούρλωνε τα μάτια κάθε φορά που της διηγιόμουνα τα έπη, λάμπανε τα μαύ­ ρα μάτια της, βγάζανε φωτιές… – Και ήταν όμορφη η Ελένη, μπρε; – Ναι, πολύ όμορφη. Είχε μακριές μαύρες πλεξούδες, που άμα τις έλυνε, τα μαλλιά της φτάνανε ως τους αστρα­ γάλους!

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=