Το σεντούκι με τα αμύθητα σεντέφια

ΤΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ ΜΕ ΤΑ ΑΜΥΘΗΤΑ ΣΕΝΤΕΦΙΑ | 13 λάβαινε τον λόγο της να αποσώσει, και τα πέταλα κι απ’ τα δικά της άνθη σκορπίζανε στον αέρα. Και σαν το χώμα γύρω μας και το χορτάρι γέμιζαν κόκ­ κινα πέταλα, πέταλα που μοιάζανε με στάλες αίματος ή με πληγές, αρχινούσαμε τις ιστορίες…Και τα παραμύθια. Συνήθως ξεκινούσα εγώ: – Εδώ, λοιπόν, ήταν ο ναός της Άρτεμης. Η Άρτεμη ήταν θεά… – Ο Θεός είναι ένας: ο Αλλάχ! Και προφήτης του είναι ο Μωάμεθ! Πάντα έτσι απαντούσε η Εσμέτ. Το είχα συνηθίσει. Δεν έδινα σημασία. Συνέχιζα: – Η Άρτεμη ήταν θεά του κυνηγιού… – Σαν την Παναγιά; – Όχι! θύμωνα εγώ. Αφού σου έχω εξηγήσει… Η Άρτε­ μη, ο Δίας, η Αθηνά ήτανε παλιά, στα παραμύθια. Στη Μυθολογία. – Καλά, έτσι το λέγω, μπρε, για να σε πειράξω. Μη σεκλεντίζεσαι. Το ήξερα πως «έτσι» το έλεγε, «για να με πειράξει». Δε «σεκλεντιζόμουν»…Άλλωστε, ποτέ δεν είχαμε τσακωθεί με την Εσμέτ στα σοβαρά, για τον Χριστό ή για τον Αλλάχ. Συνέχιζα λοιπόν: – Η Άρτεμη ήταν θεά του κυνηγιού και των δασών και, άμα νύχτωνε, ανέβαινε πάνω στο φεγγάρι και…

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=