Το σεντούκι με τα αμύθητα σεντέφια
TΖΕΜΗ ΤΑΣΑΚΟΥ 12 | μαλακό χώμα, στη νοτισμένη γη, κι έκανε μικρές μικρές τρυπούλες. «Τα ίχνη του παππού», έτσι τις λέγαμε τις τρύπες αυτές και καμιά φορά παίζαμε πως ψάχναμε δήθεν να ανακαλύψουμε τα «ίχνη», πως τα ακολουθούσαμε τά χα για να βρούμε πού βρίσκεται ο παππούς… Αυτό όμως το κάναμε μονάχα σαν βαριόμασταν. Τις περισσότερες φορές πηγαίναμε κατευθείαν στη «φωλιά μας», στην «κολόνα μας». Ήταν μια κολόνα ψηλή και ολόρ θη που την είχαν στήσει οι αρχαίοι Έλληνες δυόμισι χιλιά δες χρόνια πριν, καταπώς μου είχε πει κάποτε η κυρία Ευανθούλα, η δασκάλα μου. Ήταν, βέβαια, όμοια κι απα ράλλαχτη με τις άλλες κολόνες που βρίσκονταν τριγύρω, είχε όμως και κάτι διαφορετικό: στη ρίζα της το χώμα έκανε μια γούβα, μια πελώρια γούβα, όπου τον χειμώνα μαζεύονταν εκεί τα νερά της βροχής, κι έτσι, σαν έμπαι νε η άνοιξη, γέμιζε η γούβα καταπράσινο παχύ χορτάρι, μπορούσες να βουλιάξεις στο χορτάρι και να νομίζεις πως ξαπλώνεις σε μαλακό, φιλόξενο ανατολίτικο χαλί. Εκεί ξαπλώναμε λοιπόν, στη γούβα, στη «φωλιά μας», στο «λί κνο της γης», όπως το έλεγε ο παππούς, και παίζαμε το παιχνίδι με τις παπαρούνες: μαζεύαμε η καθεμιά μας πέντ’ έξι παπαρούνες και τις κουνούσαμε στον αέρα να δούμε ποιανής τα άνθη θα αντέξουν περισσότερο… «Σε νίκησα, Κλειώ! Σε νίκησα!» φώναζε η Εσμέτ και κουνούσε πάνω κάτω τα γυμνά της πόδια. Μα δεν προ
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=