Το σεντούκι με τα αμύθητα σεντέφια

Κ Ε ΦΑ Λ Α Ι Ο Π Ρ Ω Τ Ο Η Ωραία Ελένη Σεπτέμβρης 1914 Μ ας άρεσε πολύ να ερχόμαστε εδώ… Εδώ σ’ ετούτο τον αρχαίο ναό. Ιδίως την άνοιξη, τότε που άνθιζε ο τόπος, τότε που πρασίνιζαν τα σουσαμόδεντρα και μύ­ ριζε η γη χαμομήλι, μαστίχα και θυμάρι. Ο παππούς τρι­ γυρνούσε ανάμεσα στα ερείπια και μουρμούριζε στίχους αλλόκοτους, λόγια ποιητών που είχανε ζήσει, καθώς έλε­ γε, εδώ στον τόπο μας, αιώνες πριν. Αλκμάν λεγόταν ο ένας ποιητής, μα των άλλων τα ονόματα δεν μπορούσα να τα θυμηθώ. Ήτανε δύσκολα, παράξενα…Ήταν ονόμα­ τα αρχαία ελληνικά. Τριγυρνούσε, λοιπόν, ο παππούς ανάμεσα στα ερείπια και κάθε τόσο το μπαστουνάκι του χωνότανε μέσα στο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=