Το σεντούκι με τα αμύθητα σεντέφια
ΤΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ ΜΕ ΤΑ ΑΜΥΘΗΤΑ ΣΕΝΤΕΦΙΑ | 17 και για τσιρίδες: «Δεν είναιαιαι… καμώωωματα αυτάααα για μια δεσποινίδα!…». (Το ίδιο και η μητέρα, όπως όλοι οι μεγάλοι: όταν τη συνέφερε, ήμουν «δεσποινίδα», και όταν δεν τη συνέφερε, «ήμουν παιδί ακόμη».) Φίλησα γρήγορα γρήγορα τη μητέρα, της είπα καλημέ ρα κι έτρεξα αμέσως στην κουζίνα. Εκεί ήταν η Κατίγκω μας. – Καλώς την πριγκιπέσα μας! Καλώς την! Ξυπναρούδια! είπε η Κατίγκω, κι αφού σκούπισε γρήγορα τα χέρια της πάνω στην ποδιά της, τα άνοιξε διάπλατα σαν φτερούγες πουλιού ή αγγέλου. Κι έτσι όπως άνοιξε τα χέρια της, ευθύς απλώθηκε ολό γυρά της ένα σύννεφο από αλεύρι, ή από ζάχαρη άχνη ίσως, και την έκανε να μοιάζει με άγγελο πραγματικό. Άγγελο που ζει σε ζαχαρένια σύννεφα – πάντα έτσι τη θυμάμαι την Κατίγκω, τυλιγμένη σ’ ένα σύννεφο αλευ ριού ή ζάχαρης. – Πιες το γάλα σου, πριγκιπέσα! Σου ’χω και καϊμάκι με ανθόνερο. Ρούφηξα το γάλα με μεγάλες γουλιές. Έβλεπα την Κα τίγκω να με παρατηρεί. Πολύ χαιρότανε άμα μ’ έβλεπε να τρώγω μ’ όρεξη. Και πολύ λυπότανε σαν μ’ έβλεπε να έχω ανορεξιές. Η Κατίγκω μας ήτανε «δούλα», μαγείρισσά μας – ήταν εδώ και χρόνια στη δούλεψη του πατέρα · είχε έρθει δυο
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=