Το σεντούκι με τα αμύθητα σεντέφια

TΖΕΜΗ ΤΑΣΑΚΟΥ 16 | Πετάχτηκα ευθύς απ’ το κρεβάτι. – Πάμε, κοκόνα μ’, να κάνουμε τη βόλτα μας στα ερεί­ πια. Να ανοίξει ο νους μας. Να θυμηθούμε τα παλιά… Μήπως και μάθουμε έτσι τα μελλούμενα. – Ποια μελλούμενα, παππού; – Βάι, βάι…κοκόνα μ’. Νέφη, νέφη, πολλά νέφη βλέπω στον ουρανό. Δέδυκε μεν α σέλαννα * … Ώρες ώρες μιλάει πολύ ακαταλαβίστικα ο παππούς. Ιδίως τον τελευταίο καιρό. Ακόμα και τα έπη του Ομήρου, τα αγαπημένα μου παραμύθια, μου τα διηγιέται τώρα δια­ φορετικά. Κι άμα του παραπονιέμαι πως μ’ ετούτα που λέει μου χαλάει τη μαγεία του παραμυθιού, μου απαντάει: «Είσαι κοτζάμ γυναίκα πια. Ορισμένα πράγματα πρέπει να τα ξέρεις!». Εμ βέβαια, έτσι είναι οι μεγάλοι (ακόμα κι ο παππούς): άμα τους συμφέρει, είσαι «κοτζάμ γυναίκα», κι άμα δεν τους συμφέρει, «Είσαι παιδί ακόμη, μη ρωτάς, σύρε πάνω να ξαπλώσεις». Πλύθηκα και ντύθηκα μονάχη μου και κατέβηκα δυο δυο τα σκαλιά. Αν δεν έβλεπα τη μητέρα κάτω στην τρα­ πεζαρία, μπορεί να έκανα και τσουλήθρα στην κουπαστή της σκάλας και να κατέβαινα έτσι γρηγορότερα, αλλά δεν ήταν ώρα για μαλώματα και για τραβήγματα του αυτιού * «Έδυσε η σελήνη», στίχος της Σαπφούς.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=