Το πράσινο σημειωματάριο

C L A R E P O O L E Y 12 Το γήρας μ’ έχει κάνει αόρατο. Αυτό είναι κάτι ιδιαίτερα δύ- σκολο για μένα, γιατί πάντοτε τραβούσα τα βλέμματα. Όλοι γνώ- ριζαν ποιος ήμουν. Δεν χρειαζόταν να συστηθώ, απλώς στεκόμουν στην πόρτα και τ’ όνομά μου έκανε τον γύρο του δωματίου σε μια αλυσίδα ψιθύρων, ακολουθούμενων από κάμποσες κλεφτές ματιές. Μου άρεσε να καθυστερώ μπροστά σε καθρέφτες. Θυμάμαι να περνάω αργά μπροστά από βιτρίνες, τσεκάροντας το κόψιμο του σακακιού μου ή τον κυματισμό των μαλλιών μου. Τώρα, αν τύχει και βρεθώ ξαφνικά μπροστά στην αντανάκλασή μου, σχεδόν δεν με αναγνωρίζω καν. Τι τραγική ειρωνεία που η Μέρι, η οποία θα αποδεχόταν ευχαρίστως το αναπόφευκτο γήρας, πέθανε στη σχετικά μικρή ηλικία των εξήντα, ενώ εγώ είμαι ακόμη εδώ, ανα- γκασμένος να βλέπω τον εαυτό μου να ρημάζει λίγο λίγο. Ως καλλιτέχνης, παρακολουθούσα τους ανθρώπους. Ανέλυα τις σχέσεις τους και παρατηρούσα πως υπάρχει πάντοτε μια ισορ- ροπία δυνάμεων. Ο ένας σύντροφος παίρνει περισσότερη αγάπη, ενώ ο άλλος δίνει περισσότερη αγάπη. Εγώ έπρεπε να παίρνω την περισσότερη αγάπη απ’ όλους. Συνειδητοποιώ πλέον ότι θεωρού- σα τη Μέρι δεδομένη, με τη συνηθισμένη, αγνή, ροδομάγουλη ομορφιά της και την αδιάλειπτη φροντίδα και αξιοπιστία της. Έμα- θα να την εκτιμώ μόνο αφού έφυγε. Η Μόνικα σταμάτησε το διάβασμα για να γυρίσει σελίδα και να πιει μια γουλιά κρασί. Δεν ήταν σίγουρη αν πολυ- συμπαθούσε τον Τζούλιαν, παρότι τον λυπόταν. Υποψια- ζόταν ότι ο ίδιος θα προτιμούσε την αντιπάθεια από τον οίκτο. Συνέχισε να διαβάζει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=