Το Πέρα των Ελλήνων

ΤΟ ΔΙΑΜΈΡΙΣΜΑ ΣΤΟ ΤΖΙΧΑΝΓΚΊΡ 35 χρι εφημερίδες και ψωμί, από βελόνες μέχρι καλσόν. Όταν μας έλειπε λοιπόν κάτι, πετάγαμε από το παράθυρο το καλαθάκι με τα λεφτά, που εννοείται ότι ήταν δεμένο σε έναμακρύ σχοινί, και τους φωνάζαμε για να δώσουμε την παραγγελία. Ένας από τους δύο έτρεχε αμέσως και σε κλάσματα δευτερολέπτου τοποθε- τούσε στο καλάθι αυτά που του είχαμε ζητήσει, φροντίζοντας και για τα ρέστα. Τηλέφωνα και άλλα μέσα ειδοποίησης δεν υπήρχαν τότε, γι’ αυτό μονίμως άκουγες φωνές από τα διάφορα παράθυρα της γειτονιάς να δίνουν τις παραγγελίες τους. Το κα- λαθάκι δεν απευθυνόταν αποκλειστικά και μόνο στα είδη μπα- καλικής, αλλά και σε οτιδήποτε πουλούσαν πλανόδιοι μικροπω- λητές. Μόλις ακουγόταν η φωνή κάποιου που διαφήμιζε την πραμάτεια του, εμφανίζονταν στα παράθυρα νοικοκυρές που πετούσαν το καλαθάκι τους και ζητούσαν γιαούρτι από τον ηλι- κιωμένο που ισορροπούσε τους δυο στρογγυλούς ξύλινους τα- μπλάδες στους ώμους του, πατάτες από τα καλοκάγαθα αδέλ- φια κουρδικής καταγωγής που έσπευδαν να εξυπηρετήσουν πετώντας επιδεικτικά στο τέλος και άλλες δυο τρεις πατάτες, «προσφορά του καταστήματος», για να πάρουν ευχές απ’ τις νοι- κοκυρές, ακόμα και κατσαρολικά έβαζαν μέσα και περίμεναν τον γανωματή να τα γανώσει, καθώς και μαχαίρια για τον παπ- πούλη που περιφερόταν με τον τροχό του και τα ακόνιζε. Αυτή η πρακτική ήταν διαδεδομένη και σε άλλες συνοικίες της Πόλης και νομίζω πως ήταν από τις πιο ευφυείς και ανέξοδες πατέντες που έχω δει μέχρι σήμερα. Η μόνη που δεν την εφάρμοζε ήταν η ιδιοκτήτρια της πολυ- κατοικίας μας, η «κυρία Χαραλαμπίδου». Το μικρό της όνομα δεν το θυμόμουν μέχρι την ημέρα που επικοινώνησε μαζί μου

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=