Το Πέρα των Ελλήνων

ΤΟ ΠΕΡΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 24 Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στα Πριγκηπόνησα, στην Πρώτη, όπου περνούσα περισσότερο χρόνο με τους δικούς μου, αλλά και πάλι γύρω από τα ποδογύρια της γιαγιάς μου έτρεχα για να προστατευτώαπό τον τύραννο που, όταν δεν διάβαζε –ευτυχώς από μωρό διάβαζε μανιωδώς–, ασχολιόταν μαζί μου. Τοσπίτι μας στο νησί ήταν όπως σταπαραμύθια, μικρό, φιλό- ξενο και με τεράστιο κήπο. Η γιαγιά και ο παππούς μου μένανε σε ένα άλλο σπίτι στον ίδιο κήπο, το οποίο ήταν ακόμα πιο μικρό και πιοχαριτωμένο. Απόόλατασημείατωνσπιτιώνκαι τουκήπου βλέπαμε τη θάλασσα, τα «αντικρινά», την ασιατική πλευρά δη- λαδή, που ήταν σχεδόν ακατοίκητη τότε, και στα δεξιά τα γειτο- νικά νησιά. Δεν υπήρχαν οπωροφόρα δέντρα ή λαχανικά που να μην είχε φυτέψει ο παππούς μου. Συκιές, κορομηλιές, ροδιές, δαμασκηνιές, φραουλιές, κολοκυθιές, ντοματιές, τα πάντα. Εί- χαμε και κάτι σταφύλια σκούρα σχεδόν μπορντό, ολοστρόγγυλα με χοντρή πέτσα που είχε πάνω της κάτι σαν ανεξίτηλη σκόνη. Ήταν πεντανόστιμα με γεύση φράουλας. Παίζαμε και τρώγαμε φρούτα σε όλη την διάρκεια της μέρας. Μια φορά μάλιστα είχα- με σκεφτεί με τη φιλενάδα μου να στύψουμε τα σταφύλια αυτά και να πιούμε τον χυμό τους, αλλά με το δεύτερο ποτήρι είχαμε αρχίσει ναπαραπατάμε.Τακαλοκαίριασπανίωςεπισκεπτόμασταν τον μανάβη, ούτε αυγά όμως αγοράζαμε μιας και είχαμε κότες, τις οποίες φέρναμε από το σπίτι του Φαναριού για να κάνουν κι αυτές διακοπές μαζί μας. Ήταν άνοιξη και τα σχολεία κόντευαν να κλείσουν, γι’ αυτό οι γονείς μου με τον αδελφό μου ήταν ακόμα στηνΠόλη, ενώεμείς με τη γιαγιά και τον παππού είχαμε ανέβει στο νησί, όταν ξέσπα- σε ηφωτιά. Εγώδεν έμαθα και δεν κατάλαβα το παραμικρό. Πο-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=