Το παιδί και ο Άγγελος

17 3 Η πινακίδα στην είσοδο του χωριού στεκόταν εκεί για χρόνια, ξεχασμένη, με τα γράμματά της μισοσβησμένα από τον καιρό. Το μπλε είχε σχεδόν ξεθωριάσει, φαγωμένο από τη σκουριά και τη σκόνη. Μόνο μια φράση διακρινόταν, αλλά όχι ολόκληρη: «Η ζωή είναι μικρή. Ζεις...». Και μετά, τίποτα. Ένας κενός χώρος, λες και περίμενε κάποιον να τον συμπληρώσει. Ή μήπως η φράση είχε γραφτεί εξαρχής πλήρης, και ήταν ο χρόνος που την είχε σβήσει; «Ζεις μονάχα μία φορά;» Ίσως. Ή μήπως ήταν κάτι άλλο; Ποιος είχε γράψει αυτό το μήνυμα; Και γιατί; Ήταν μια φιλοσοφική σκέψη κάποιου, μια απελπισμένη προτροπή του ή απλώς μια προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή; Κανείς δεν ήξερε. Όμως, η πινακίδα παρέμενε εκεί, πεισματικά, παρά την εγκατάλειψη. Κανείς δεν την είχε κατεβάσει, δεν την είχε επιδιορθώσει, δεν την είχε αντικαταστήσει. Είχε γίνει μέρος του τοπίου, ένα κομμάτι της ζωής του χωριού, που όλοι πια προσπερνούσαν χωρίς να το βλέπουν. Κοντά της, ένα δέντρο στεκόταν σκυφτό. Οι ρίζες του είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν από τη γη, σαν να ήθελαν να ξεφύγουν, μα ο κορμός του έμοιαζε εγκλωβισμένος, πληγωμένος.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=