Το παιδί και ο Άγγελος

16 ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ γλαύκωμα, έκανε την εικόνα ακόμη πιο ασαφή. Κι όμως, όσο πλησίαζε, κάτι μέσα του του έλεγε να μη σταματήσει. Όταν έφτασε, είδε καθαρά: ήταν ένα παιδί. Τυλιγμένο σε μια μάλλινη κουβέρτα, ξαπλωμένο στη γη, λες και είχε παραδοθεί σε έναν ύπνο βαθύ, σχεδόν άυλο. Έσκυψε πάνω του. Η ανάσα του παιδιού ήταν ήρεμη, σταθερή. Κοιμόταν. Το πρόσωπό του, γαλήνιο και αθώο, είχε μια ομορφιά που φαινόταν σχεδόν απόκοσμη. Ο Γεώργιος αισθάνθηκε την καρδιά του να σφίγγεται, αλλά και να απλώνεται ταυτόχρονα. Ήταν τόσο ελαφρύ, μα το βάρος που κουβαλούσε στα χέρια τού φαινόταν δυσβάσταχτο – όχι από κιλά, αλλά από την αίσθηση ότι κρατούσε κάτι πολύτιμο, κάτι εύθραυστο. Μια πρωτόγνωρη δύναμη τον έσπρωξε να το προστατέψει. Όταν έφτασαν στο κελί του, το παιδί δεν είχε ξυπνήσει ακόμη. Το ξάπλωσε στο κρεβάτι του, ζέστανε γάλα και κάθισε δίπλα του, περιμένοντας. Το πρόσωπό του ήταν φωτισμένο από μια σπάνια τρυφερότητα. Την επόμενη μέρα, το πήγε στον ηγούμενο. Το παιδί ήταν ζωηρό. Είχε ένα γαλάζιο και ένα καφέ μάτι, που έλαμπαν από περιέργεια. Μα κάτι δεν άλλαζε: τα χείλη του παρέμεναν σφραγισμένα. Δεν μιλούσε. Είχε έναν αέρα μυστηρίου, λες και κρατούσε μέσα του ένα μυστικό που κανείς δεν μπορούσε να αγγίξει. Ο μοναχός Γεώργιος αισθάνθηκε ότι η ζωή του είχε ήδη αλλάξει. Το παιδί δεν ήταν μια τυχαία συνάντηση. Ήταν σαν να είχε έρθει με έναν σκοπό, σαν να κουβαλούσε κάτι που έπρεπε να αποκαλυφθεί με τον χρόνο. Αυτό ήταν μόνο η αρχή.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=