Το παιδί και ο Άγγελος

15 2 Μια μοναχική αχτίδα πέρασε μέσα από τον φεγγίτη και φώτισε το ασβεστωμένο κελί. Η ψάθα, οι προσκεφαλίδες δίπλα στο τζάκι – όλα στη θέση τους, όπως πάντα. Οι τέσσερις τοίχοι ήταν λευκοί σαν σε σκηνή από παπαδιαμαντικό διήγημα. Ο μοναχός Γεώργιος ξύπνησε, όπως κάθε πρωί, αργά, χωρίς βιασύνη. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του, έφαγε δύο φέτες ψωμί, ήπιε μια κούπα γάλα. Στη συνέχεια, πλησίασε το εικονοστάσι: καθάρισε το φιτίλι, έβαλε λάδι στο καντήλι, το άναψε. Έκανε τρεις φορές τον σταυρό του κι ύστερα βγήκε. Η μέρα ήταν λαμπρή, μία από εκείνες που κάνουν τον χρόνο να φαίνεται σταματημένος. Ο ουρανός απλωνόταν διάφανος, το φως τόνιζε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου γύρω του. Κατέβαινε την πλαγιά, ακολουθώντας το μεγάλο ρυάκι, με το κελάρυσμα του νερού να του κρατά συντροφιά. Οι πεταλούδες χόρευαν γύρω του, μικρές ανάσες χρώματος στον καθαρό αέρα. Ήταν τότε που το είδε. Στην αρχή, από μακριά, δεν μπορούσε να διακρίνει τι ακριβώς ήταν. Έμοιαζε με ένα ύφασμα τυλιγμένο γύρω από μια μεγάλη πέτρα. Μα όσο πλησίαζε, οι αμφιβολίες του μεγάλωναν. Η όρασή του, ήδη θολή από το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=