Το παιδί και ο Άγγελος

13 1 Κάθε νύχτα, το χωριό χανόταν – και, κάθε πρωί, ξεπηδούσε και πάλι από τις ρίζες των ήχων του, λες και γεννιόταν από την αρχή. Ένας σκύλος γάβγιζε λυπητερά, μια αγελάδα μουγκάνιζε βαριά, τα φύλλα σύρονταν στη γη, μιλώντας μια γλώσσα που δεν έμαθες ποτέ. Από μακριά, το κόασμα των βατράχων έσπαγε τη σιωπή, ενώ πιο κοντά ένα αόρατο έντομο κυνηγούσε τον ήχο ενός κρυμμένου κοριού. Μια πεταλούδα ξεγλιστρούσε από την πλαγγόνα της, τα φτερά της αναδύονταν αθόρυβα, και σφήγκες χόρευαν πάνω από το χορτάρι. Και τότε, εκείνα τα αλλόκοτα κρωξίματα γερανών, σαν ουρλιαχτά από έναν άλλον κόσμο, σκέπαζαν τα πάντα. Ο ουρανός έμοιαζε να ανοίγει για να τους χωρέσει. Και στεκόσουν εκεί, ανάμεσα στα δέντρα, νιώθοντας τη μέρα να ξετυλίγεται μέσα από τον παλμό της γης – τα κλαδιά που έσπαγαν απαλά, τις πέτρες που κυλούσαν ακολουθώντας έναν κρυφό ρυθμό, τον ψίθυρο της φύσης που ένωνε κάθε ήχο, κάθε κίνηση. Ένα τοπίο ζωντανό, που σε τύλιγε με την αίσθηση ότι όλα βρίσκονταν σε αδιάκοπη κίνηση, ακατάπαυστα και αληθινά. Αναρωτιέσαι, τώρα, αν μπορείς να ακούσεις. Όχι απλώς

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=