Το νυχτόσπιτο

15 1 « Ε ί-εί-εί-είσαι παλαβός» έκανε ο Τομ και συνειδητοποίη­ σα ότι φοβόταν, αφού τραύλισε μια φορά παραπάνω από τα συνηθισμένα. Κρατούσα ακόμη τη φιγούρα δράσης του Λουκ Σκαϊγουόκερ πάνω από το κεφάλι μου, έτοιμος να την πετάξω στ’ ανάντη του ποταμού, κόντρα στο ρεύμα. Μέσα από το πυκνό δάσος που απλωνόταν κι απ’ τις δυο πλευρές του ποταμιού ακούστη- κε μια κραυγή που έμοιαζε προειδοποιητική. Ακούστηκε σαν κρώξιμο κουρούνας. Αλλά τίποτα δεν με σταματούσε, ούτε Τόμηδες ούτε κουρούνες – εγώ ήθελα να δω αν μπορούσε να κολυμπήσει ο Λουκ Σκαϊγουόκερ. Που τώρα διέσχιζε τον αέρα. Ο ανοιξιάτικος ήλιος είχε βουτήξει κάτω προς τις δεντροκορφές, εκεί όπου είχαν ξεπεταχτεί τα φύλλα και κάπου κάπου το φως αστραποβολούσε πάνω στην πλαστική φιγούρα που στροβιλι- ζόταν αργά. Ο Λουκ χτύπησε την επιφάνεια του νερού μ’ ένα μικρό πλατς – εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να πετάξει. Δεν βλέπαμε τον Λουκ, μόνο τη μαιανδρική, μεταβαλλόμενη επιφάνεια του ποταμού με την ψηλή στάθμη από τους λιωμένους πάγους, που μ’ έκανε να σκεφτώ έναν παχύ σφιγκτήρα, ένα ανακόντα που ερχόταν διπλώνοντας και ξεδιπλώνοντας καταπάνω μας. Είχα μετακομίσει στους συγγενείς μου σε τούτο τον μικρό σκατότοπο το περασμένο φθινόπωρο αμέσως μετά τα δέκατα τέταρτα γενέθλιά μου και δεν είχα ιδέα τι κάνουν τα σκατό- παιδα σε μέρη σαν το Μπαλαντάιν για να μην κρεπάρουν από

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=