Το νυχτόσπιτο

Τ Ο Ν Υ Χ Τ Ο Σ Π Ι Τ Ο 23 και τα ουρλιαχτά του Τομ δεν ήταν ικανά να καταπνίξουν τον αποκρουστικό ήχο μασουλήματος. Ο Τομ τραβιόταν σιγά σιγά ξανά μέσα στον θάλαμο από δυνάμεις που δεν είχα ιδέα από πού προέρχονταν ή τι ήταν. Δεν είχα τη δύναμη να τον κρατήσω, αναγκάστηκα να χαλαρώσω το άδραγμα γύρω από το στέρνο του και τελικά στεκόμουν από το έξω μέρος και τραβούσα το χέρι που εξακολουθούσε να προεξέχει από το άνοιγμα της πόρ- τας. Το ακουστικό ήταν έτοιμο να καταφάει και τον ώμο του Τομ όταν άκουσα να έρχεται ένα αυτοκίνητο. Παράτησα το χέρι του Τομ και έτρεξα φωνάζοντας και ανεμίζοντας τα χέρια μου προς τον δρόμο. Ήταν μάλλον μια νταλίκα με ξυλεία, αλλά άργησα πολύ, είδα μόνο τα πίσω φώτα της καθώς συνέχιζε τη διαδρομή της στο σούρουπο. Επέστρεψα τρέχοντας. Επικρατούσε σιωπή, ο Τομ είχε σταματήσει να ουρλιάζει. Η πόρτα είχε κλείσει. Υπήρχαν υδρα- τμοί στη μέσα μεριά του οπλισμένου τζαμιού πάνω στο οποίο πίεσα το πρόσωπό μου. Κατάφερα όμως να δω τον Τομ. Με είδε κι αυτός. Ήταν σιωπηλός, μ’ εκείνο το παραιτημένο βλέμ- μα ενός θηράματος που έχει σταματήσει να παλεύει, που έχει αποδεχτεί τη μοίρα του. Το τηλέφωνο είχε φτάσει στο κεφάλι, είχε καταφάει ένα από τα μάγουλά του κι ακούστηκε ο ήχος θρυμματίσματος καθώς ξεκίνησε να τρώει και τα ακάλυπτα ούλα του Τομ. Έκανα μεταβολή, ακούμπησα την πλάτη μου πάνω στον θάλαμο και άφησα το κορμί μου να γλιστρήσει μέχρι που ένιω- σα το έδαφος από κάτω μου και μετά την κρύα υγρασία να διαπερνά το παντελόνι μου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=