Το νυχτόσπιτο

J O N E S B O 20 «Πες “γεια σου, Ιμεσί, είμαι ο διάβολος και σε προσκαλώ στην κόλαση, γιατί εκεί ανήκεις”». Ο Τομ κούνησε απλώς το κεφάλι και πήγε να μου δώσει πίσω το ακουστικό. «Κάνε αυτό που είπα, χοντροκέφαλε, αλλιώς θα σε ρίξω στο ποτάμι» του είπα. Ο Τομ –ο πιο μικρόσωμος στην τάξη– μαζεύτηκε κι έγινε ακόμα μικρότερος εκεί όπου στεκόταν. «Έλα, πλάκα κάνω» του είπα γελώντας. Το γέλιο ακούστη- κε ξένο και σ’ εμένα μέσα στον στενό τηλεφωνικό θάλαμο που ’μοιαζε να μην έχει καθόλου αέρα. «Έλα τώρα, Τομ, σκέψου μόνο τι θα γίνει όταν το πούμε αύριο στους άλλους στο σχολείο». Είδα ότι κάτι άλλαξε μέσα του. Η σκέψη ότι θα εντυπωσία- ζε. Για κάποιον που δεν είχε εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν και με τίποτα, αυτό μετρούσε πάρα πολύ. Αλλά επίσης και επειδή χρησιμοποίησα πληθυντικό, «θα το πούμε». Αυτός κι εγώ. Δύο φίλοι που είχαν κάνει σκανταλιές μαζί, είχαν κάνει την τηλεφω- νική φάρσα τους και στέκονταν τώρα εκεί ξεραμένοι στα γέλια, δυο φίλοι που έπρεπε να κρατούν ο ένας τον άλλον για να μην σωριαστούν σαν άκουσαν τον δυστυχή στην άλλη άκρη της γραμμής ν’ αναρωτιέται αν καλούσε ο ίδιος ο διάβολος. «Παρακαλώ;» Η φωνή προερχόταν από το ακουστικό. Αδύνατον να κατα- λάβεις αν ήταν άντρας ή γυναίκα, μεγάλος ή παιδί. Ο Τομ με κοίταξε. Έγνεψα ανυπόμονα. Κι εκείνος χαμογέ- λασε. Μ’ εκείνο το θριαμβευτικό χαμόγελο καθώς έφερνε το ακουστικό στο αυτί του. Πρόφερα άηχα τα λόγια καθώς ο Τομ με κοιτούσε και τα επαναλάμβανε χωρίς το παραμικρό τραύλισμα. «Γεια σου, Ιμεσί. Είμαι ο διάβολος και σε προσκαλώ στην κόλαση. Γιατί εκεί ανήκεις». Έφερα το χέρι μου μπροστά στο στόμα για να δείξω ότι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=