Το νυχτόσπιτο

Τ Ο Ν Υ Χ Τ Ο Σ Π Ι Τ Ο 19 φέξη. Όταν φτάσαμε στον κόκκινο τηλεφωνικό θάλαμο, ο ήλιος είχε βουλιάξει κι άλλο στον ορίζοντα, ήταν ακόμη στην αρχή της άνοιξης και σουρούπωνε αρκετά νωρίς. Ο Τομ με πήρε απρό- θυμα στο κατόπι, προφανώς δεν τολμούσε να φέρει αντίρρηση. Και όπως είπαμε, κανένας από εμάς δεν πνιγόταν από παρέες και κολλητούς. Στριμωχτήκαμε μέσα στον τηλεφωνικό θάλαμο και οι ήχοι απέξω έγιναν πιο πνιχτοί σαν κλείσαμε πίσω μας την πόρτα. Στον δρόμο πέρασε μια νταλίκα με λασπωμένους τροχούς και μεγάλους κορμούς που προεξείχαν από την καρότσα. Εξαφα- νίστηκε στο βάθος της εθνικής, η οποία διέσχιζε σε ευθεία το επίπεδο, μονότονο τοπίο αγρών πέρα από την κατοικημένη περιοχή με κατεύθυνση τα σύνορα της κομητείας. Υπήρχε ένας κίτρινος τηλεφωνικός κατάλογος στο ράφι κά- τω από τη συσκευή και το κουτί κερμάτων, δεν ήταν ιδιαίτερα παχύς κατάλογος αλλά αρκετός μάλλον για να φιλοξενεί οποιον- δήποτε τηλεφωνικό αριθμό και του Μπαλαντάιν και ολόκληρης της κομητείας. Τον πήρα και άρχισα να τον ξεφυλλίζω. Ο Τομ κοίταξε επιδεικτικά το ρολόι του. «Υ-υ-υποσχέθηκα να είμαι στο σπίτι μέχρι τις…» «Μη μιλάς!» Το δάχτυλό μου είχε σταματήσει σ’ έναν Γιούνασον, Ιμεσί. Περίεργο όνομα, σίγουρα κάνας λοξός. Σήκωσα το ακουστικό που ήταν συνδεδεμένο με το κουτί κερμάτων με ένα μεταλλικό καλώδιο, προφανώς φοβόνταν ότι κάποιος θα το έκανε κομμά- τια και θα έπαιρνε μαζί του το γκρίζο ακουστικό. Πληκτρολό- γησα τον αριθμό του Γιούνασον, Ιμεσί στα γυαλιστερά, μεταλ- λικά πλήκτρα του κουτιού. Έξι αριθμοί μόνο, στην πόλη είχαμε εννιά, αλλά μάλλον δεν χρειάζονταν περισσότεροι εδώ όπου υπάρχουν τέσσερις χιλιάδες δέντρα ανά κάτοικο. Έδωσα το ακουστικό στον Τομ. «Ε-ε-ε;» έκανε εκείνος απλώς κοιτώντας με κατατρομαγμένος.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=