Το νυχτόσπιτο

J O N E S B O 18 χε καν. Δεν λέω δηλαδή, μπορεί να τον ένοιαζε αν έχανε τον Λουκ Σκαϊγουόκερ, τον οποίο μόλις είχα κιαλάρει ξαπλωμένο στο κρεβάτι του σαν να ’ταν κάνα λούτρινο ζωάκι. Πόσο παιδί μπορεί να γίνει κανείς; «Ε-ε-εκεί είναι!» έκανε ο Τομ δείχνοντας. Ο Λουκ είχε το κεφάλι έξω από το νερό που τον παράσερνε τώρα ολοταχώς προς το μέρος μας, σαν να έκανε ύπτιο κολύμπι στο ποτάμι. «Μπράβο στον Λουκ» έκανα εγώ. Η φιγούρα δράσης εξαφανίστηκε κάτω από τη γέφυρα. Πή- γαμε στην άλλη πλευρά κι εκεί την ξαναείδαμε. Μας κοιτούσε μ’ εκείνο το ηλίθιο μισόγελο. Ηλίθιο γιατί οι ήρωες δεν πρέπει να χαμογελούν, να πολεμάνε πρέπει, να έχουν σκληρή φάτσα πολεμιστή, να δείχνουν ότι μισούνε τον εχθρό όσο μισούν τον… τρέχα γύρευε. Στεκόμασταν εκεί και παρακολουθούσαμε τον Λουκ να απο- μακρύνεται. Προς τον κόσμο εκεί έξω, προς το άγνωστο. Προς το σκοτάδι, σκέφτηκα. «Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησα. Είχα ήδη την αίσθηση ότι είχα μυρμήγκια στο βρακί μου κι έπρεπε να τα διώξω και ο μόνος τρόπος ήταν να συμβεί κάτι, κάτι που θα μ’ έκανε να σκεφτώ κάτι άλλο. «Π-π-πρέπει να πάω στο σπίτι» είπε ο Τομ. «Όχι ακόμη» είπα. «Έλα κοντά μου». Δεν ξέρω γιατί κατέληξα να σκεφτώ τον τηλεφωνικό θάλαμο που βρισκόταν σ’ ένα ύψωμα δίπλα στη δημοσιά στην άκρη του δρόμου. Περίεργη τοποθεσία να στήσεις έναν τηλεφωνικό θά- λαμο σ’ ένα μέρος τόσο μικρό όσο το Μπαλαντάιν, άσε που δεν είχα δει ποτέ κανέναν να τον χρησιμοποιεί, σχεδόν κανέναν δεν έβλεπες εκεί εκτός από κάνα αυτοκίνητο στη χάση και στη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=