Το νησί των θησαυρών

11 να» είπε και έριξε τρία τέσσερα χρυσά νομίσματα στο κατώφλι. «Πες μου το όταν τελειώσουν» είπε με ύφος αυστηρού διοικητή. Πράγματι, όσο χάλια κι αν ήταν τα ρούχα του, όσο απότομα κι αν μιλούσε, δεν έμοιαζε με απλό ναύτη αλλά με πλοίαρχο ή υποπλοίαρχο συνηθισμέ- νο να τον υπακούν ή να τις τρώνε. Ο άντρας που μπήκε μέσα με το καρότσι μάς είπε πως η ταχυδρο- μική άμαξα τον άφησε το προηγούμενο πρωί στο Ρόγιαλ Τζορτζ, πως είχε ρωτήσει ποια πανδοχεία υπήρχαν στην ακτή, κι όταν άκουσε καλά λόγια μάλ- λον για αυτό και ότι το περιέγραφαν ως μοναχικό, το είχε επιλέξει ανάμεσα στα υπόλοιπα για να μείνει. Αυτό ήταν όλο κι όλο που μάθαμε για τον φιλοξε- νούμενό μας. Ήταν από φυσικού του λιγομίλητος. Όλη μέρα τριγυρνούσε στην ακτή ή πάνω στους γκρεμούς με ένα μπρούντζινο κιάλι. Όλη νύχτα καθόταν σε μια γωνιά της σάλας κοντά στη φωτιά κι έπινε μπόλικο ρούμι με νερό. Συνήθως δε μιλούσε όταν του μιλού- σαν, μόνο σήκωνε απότομα το κεφάλι και ξεφυσού- σε άγρια από τη μύτη, σαν καμιά μπουρού. Έτσι, εμείς κι όσοι περνούσαν από το σπίτι μάθαμε γρή- γορα να τον αφήνουμε στην ησυχία του. Κάθε μέρα που γυρνούσε από τη βόλτα του ρωτούσε αν είχαν περάσει τίποτε ναυτικοί από τον δρόμο. Στην αρχή νομίζαμε πως η λαχτάρα του να δει ανθρώπους του

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=