Το νησί των θησαυρών

10 πανωφοριού, χέρια τραχιά και σημαδεμένα, με νύχια μαύρα και σπασμένα και την ουλή να χαράζει το μάγουλό του έντονα λευκή. Τον θυμάμαι να κοιτάζει γύρω σφυρίζοντας κι ύστερα να αρχίζει εκείνο τον παλιό ναυτικό σκοπό που τόσο συχνά τραγουδούσε: «Παλικάρια δεκαπέντε στο σεντούκι του νεκρού – Γιο- χο-χο, κι ένα μπουκάλι ρούμι!» με εκείνη τη δυνατή βραχνή φωνή, που έμοιαζε σαν σχοινί που είχαν παρατεντώσει στα βαρούλκα κι είχε ξεφτίσει. Ύστε- ρα χτύπησε την πόρτα με ένα κομμάτι ξύλο που έμοιαζε με μοχλό και όταν φάνηκε ο πατέρας μου, ζήτησε απότομα ένα ποτήρι ρούμι. Όταν του το έφεραν, το ήπιε αργά, σαν έμπειρος γευσιγνώστης, απολαμβάνοντας τη γεύση καθώς κοιτούσε γύρω τις απότομες πλαγιές και την πινακίδα μας. «Βολικό λιμανάκι τούτο» είπε στο τέλος · «και σε καλή θέση το καπηλειό. Μαζεύεις πολλή παρέα, φίλε;» Οπατέρας μου του είπε όχι, πολύ λίγους δυστυχώς. «Ε λοιπόν» είπε εκείνος «αυτό είναι αραξοβόλι για μένα. Έι, φίλε» φώναξε στον άντρα που τσου- λούσε το καρότσι «έλα δω και βόηθα ν’ ανεβάσουμε το μπαούλο μου. Θα μείνω εδώ λίγο καιρό» συνέχι- σε. «Είμαι απλός άνθρωπος. Αυτό που θέλω είναι ρούμι, μπέικον κι αυγά, κι εκείνη την άκρη εκεί πά- νω, να βλέπω τα καράβια πέρα μακριά. Πώς να με λέτε; Να με λέτε καπετάνιο. Α, κατάλαβα τι θες –

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=