Το νησί των θησαυρών

18 Στην αρχή νόμιζα πως «το σεντούκι του νεκρού» ήταν εκείνο ακριβώς το μπαούλο που είχε στο μπροστινό δωμάτιο του πάνω ορόφου κι η σκέψη του είχε γίνει ένα με τους εφιάλτες μου για τον μονοπόδαρο ναυτικό. Είχαμε πάψει όμως όλοι μας καιρό τώρα να δίνουμε σημασία στο τραγούδι. Ο μόνος που το άκουγε για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ ήταν ο γιατρός Λίβσι και πρόσεξα πως δεν του άρεσε ιδιαίτερα, γιατί κάποια στιγμή γύρισε και κοίταξε οργισμένος, πριν συνεχίσει την κουβέ- ντα του με τον γερο-Τέιλορ τον κηπουρό για μια καινούρια θεραπεία για τους ρευματισμούς. Στο μεταξύ ο καπετάνιος ζωήρευε όλο και πιο πολύ όσο τραγουδούσε και στο τέλος χτύπησε το χέρι στο τραπέζι, το γνωστό σε όλους μας σημάδι ότι έπρε- πε να κάνουμε ησυχία. Οι φωνές κόπηκαν μεμιάς – όλες εκτός του γιατρού Λίβσι. Εκείνος συνέχισε να μιλά ήρεμα και καθαρά όπως πριν, και να ρουφά λίγο την πίπα του ανάμεσα στις λέξεις. Ο καπετά- νιος τον κοίταξε για λίγο άγρια, χτύπησε ξανά το χέρι, τον κοίταξε ακόμα πιο άγρια και στο τέλος ξέσπασε με μια απαίσια, βαριά βρισιά: «Σιωπή στα καταστρώματα!». «Σε εμένα απευθύνεστε, κύριε;» λέει ο γιατρός. Κι όταν ο άτιμος του είπε με άλλη μια βρισιά πως σε εκείνον μιλούσε, ο γιατρός τού αποκρίθηκε: «Ένα μόνο πράγμα έχω να σας πω, κύριε: Αν συνεχίσετε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=