Το νησί των θησαυρών

17 λώματα. Δεν έγραψε ούτε έλαβε ποτέ γράμμα και ποτέ δε μιλούσε με κανέναν άλλο πέρα από τους γείτονες – και με αυτούς τις περισσότερες φορές μιλούσε όταν ήταν μεθυσμένος. Το μεγάλο ναυτικό μπαούλο δεν το είχε δει ποτέ κανείς μας ανοιχτό. Μια φορά μόνο θύμωσε, κι αυτό προς το τέλος, όταν ο φτωχός μου ο πατέρας ήταν πια στα τελευ- ταία του. Ο γιατρός Λίβσι ήρθε αργά ένα απόγευμα να δει τον ασθενή, δέχτηκε μια μερίδα φαγητό από τη μητέρα μου και πήγε στη σάλα να καπνίσει την πίπα του μέχρι να έρθει το άλογό του από το χωριό, αφού το πανδοχείο δεν είχε στάβλο. Τον ακολούθη- σα και θυμάμαι να προσέχω την αντίθεση ανάμεσα στον καλοβαλμένο ζωηρό γιατρό, με τη λευκή σαν χιόνι πούδρα του, τα λαμπερά μαύρα μάτια και τους ευχάριστους τρόπους, και τους άγουρους επαρχιώ- τες – αλλά πάνω από όλα τον βρομερό, βαρύ, τρο- μακτικό πειρατή μας, βουτηγμένο για τα καλά στο ρούμι, με τα χέρια πάνω στο τραπέζι. Άξαφνα άρχι- σε –ο καπετάνιος δηλαδή– να τραγουδά το αιώνιο γνωστό τραγούδι: Δεκαπέντε παλικάρια στο σεντούκι του νεκρού – Γιο-χο-χο, κι ένα μπουκάλι ρούμι Κι οι υπόλοιποι δουλειά του διαόλου, του πιοτού – Γιο-χο-χο, κι ένα μπουκάλι ρούμι!

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=