Το νησί των αρουραίων: Ιστορίες
11 Ι Έ να κορδόνι κυματίζει νωχελικά στον αέρα, στον ιστό μιας σημαίας. Κοιτάζω από ψηλά την πόλη. Μοιάζει παράξενα ήρεμη. Αλλά προφανώς τα ανθρώ πινα μυρμήγκια κυνηγούν ή κυνηγιούνται στους δρόμους, δεν διακρίνονται από την οροφή ενός ουρανοξύστη ενε νήντα πατώματα ψηλά. Δεν ακούγονται οι κραυγές όσων δέχονται χτυπήματα ούτε οι παρακλήσεις για οίκτο· ούτε το κλικ από τη σφύρα που οπλίζει. Οι πυροβολισμοί όμως ακούγονται. Και ο μοναχικός βρυχηθμός μιας μο τοσικλέτας. Και οι φωτιές… φαίνονται οι φωτιές τώρα που πέφτει η νύχτα. Αν και από εδώ πάνω τα πάντα φαίνονται μικροσκο πικά. Τα αυτοκίνητα που καίγονται μοιάζουν με φανα ράκια που φωτίζουν ξαφνικά την πόλη που έχει να δει τα φανάρια της να λειτουργούν πάνω από έναν χρόνο. Ακούω τη ριπή από ένα οπλοπολυβόλο· σύντομη. Εί ναι νέοι αλλά μια χαρά έχουν μάθει να σταματούν πριν ανάψει το όπλο. Έχουν μάθει τι πρέπει να κάνουν για να επιζήσουν στους καιρούς αυτούς. Ή μάλλον για να ζήσουν λίγο παραπάνω από κάποιον άλλο που έχει ακρι βώς τις ίδιες ανάγκες: φαγητό, όπλα, στέγη, πετρέλαιο, ρούχα, ναρκωτικά και μια γυναίκα, ή περισσότερες, που μπορεί να διαιωνίσει τα γονίδιά τους. Είναι μια ζούγκλα εκεί έξω – για να μιλήσουμε με κλισέ. Και η ζούγκλα
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=