Το νησί των αρουραίων: Ιστορίες

17 Τ Ο Ν Η Σ Ι Τ Ω Ν Α Ρ Ο Υ Ρ Α Ι Ω Ν ματα όπλα οι οποίοι έχουν πάρει διεγερτικά και έχουν όλα τους τα αντανακλαστικά οξυμένα, τις αναστολές τους αμβλυμένες. Ή ακόμα και εξαφανισμένες, όπως στον περισσότερο πληθυσμό, όχι μόνο σε αυτά τα τέσ­ σερα αρπακτικά. Ο όρος «διασυνοριακά επεισόδια» δεν έχει πια νόημα· δεν υπάρχουν πια σύνορα. Και αυτή ίσως να είναι και η μόνη δικαιολογία που έχω γι’ αυτό που κάνω. Ξανά αυτός ο ήχος της μοτοσι­ κλέτας· πρέπει να έχει τρυπήσει ο σιγαστήρας της. Πατάω γκάζι στην άδεια λεωφόρο, διασχίζω την πόλη, προς τον νότο, προς το σφαγείο. Κάνω φασαρία για- τί η εξάτμιση έχει μια τρύπα από σφαίρα, πρέπει να τη φτιάξω. Και πρέπει να βρω βενζίνη. Ο δείκτης είναι στο κόκκινο, δεν ξέρω αν θα προλάβω να φτάσω πριν με αφήσει. Κανείς δεν θέλει να ξεμείνει από βενζίνη στη μέση της νύχτας χωρίς τους συμμορίτες του, για- τί τότε γίνεται ξαφνικά θήραμα. Αλλά οκέι, εφόσον έχω βενζίνη, εφόσον δουλεύει η μηχανή, είμαι ακόμη πολύ ψηλά στην τροφική αλυσίδα. Γιατί έχω βρει αυτό που έψαχνα στην πλαγιά του λόφου πίσω μου: το άνοιγμα. Την τρύπα που οδηγεί στο φρούριο. Μέσα σε λίγες ώρες όλοι όσοι βρίσκονται στη βίλα μπορεί να είναι νεκροί. Μπορεί και όχι. Δεν κρίνω, εγώ είμαι απλώς ένας αγγελιαφόρος. Ο ήχος της μηχανής αντηχεί ανά- μεσα στα ψηλά άδεια κτίρια γραφείων. Αν πατήσω πολύ το γκάζι, θα μου τελειώσει η βενζίνη · αλλά όσο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=