Το νησί των αρουραίων: Ιστορίες

16 Τ Ο Ν Η Σ Ι Τ Ω Ν Α Ρ Ο Υ Ρ Α Ι Ω Ν νη φωνή που μάλλον προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί του. «Ο διοικητής της διμοιρίας στο ισόγειο αναφέρει ότι δυσκολεύονται να κρατήσουν τον κόσμο απ’ έξω. Να ανοίξουμε πυρ ή όχι;» «Συμμορίες είναι;» ρωτάει ο Κόλιν. «Όχι, κύριε, οι περισσότεροι είναι απλοί άνθρωποι που ελπίζουν να επιβιβαστούν στο ελικόπτερο». «Τους κακόμοιρους. Όχι, μην πυροβολείτε, εκτός αν είναι απολύτως απαραίτητο». «Μάλιστα, κύριε». «Πόσο απέχει το ελικόπτερο;» «Ο πιλότος λέει ότι θα είναι εδώ σε περίπου είκοσι λεπτά, κύριε». «Εντάξει, ενημερώστε με όταν φτάσει. Να είναι όλοι έτοιμοι για επιβίβαση με το που προσγειωθεί». «Μάλιστα, κύριε Λόου, μάλιστα, κύριε». Ενώ ο υπολοχαγός απομακρύνεται, τον ακούω να απαντά στην κλήση του ασυρμάτου. «Καταλαβαίνω, λοχία, αλλά η εντολή είναι να μη χρησιμοποιήσουμε πα­ ραπάνω πυγμή απ’ όση χρειάζεται. Κατάλαβες; Ναι, κρατήστε τις θέσεις σας και…» Οι λέξεις σβήνουν και ξανακούω το χτύπημα από το κορδόνι πάνω στον ιστό της σημαίας και τη σειρήνα από κάποιο αστυνομικό όχημα που αναδύεται από τους σκο­ τεινούς δρόμους. Κι εγώ και ο Κόλιν ξέρουμε ότι αυτή δεν είναι η αστυνομία –πάει πάνω από ένας χρόνος που δεν τολμούν να κάνουν περιπολίες μετά το σκοτάδι– αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, τέσσερις νεαροί με αυτό

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=