Το νεκρό αγόρι
24 τρόπος που ζάρωναν τα απίστευτα εκείνα γκριζοπράσινα μάτια όταν χαμογελούσε. Του χαμογέλασα κι εγώ. «Γιατί με κοιτούσες;» «Γιατί έχεις ένα κομμάτι μαρούλι στο πιγούνι». Σήκωσε το χέρι, το τράβηξε και μου το έδειξε. Ε, ναι, Ημερολόγιο, περίμενα κάτι πιο ρομαντικό. Φυ σικά και ντράπηκα. Δεν ήθελα όμως να γυρίσω και να το βάλω στα πόδια. Είχε κάτι –εκτός του ότι ήταν γλύκας– που έβρισκα ελκυστικό. Σταύρωσα τα χέρια στο στήθος. «Πώς σε λένε;» «Μπλέιντ». «Αλήθεια τώρα» είπα. «Αλήθεια λέω. Μπλέιντ με λένε. Οι γονείς μου ήθελαν να έχω μυαλό κοφτερό σαν λεπίδα». Γέλασα. «Πάω στοίχημα ότι την έχεις ξαναπεί αυτή την ατάκα». «Αλήθεια είναι» είπε. «Εμένα με λένε…» άρχισα να λέω. Σήκωσε όμως το χέ ρι να με σταματήσει. «Άσε με να μαντέψω» είπε. «Είμαι καλός στο να μα ντεύω ονόματα. Έχω ταλέντο». Πέρασα από δίπλα του, πήρα μια καρέκλα και κάθισα απέναντί του. Έριξα μια ματιά στην Τζούλι και τηΜιράντα στο τραπέζι μας, που παρακολουθούσαν όλο περιέργεια. «Για να δούμε». Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου. Με μελετού σε. «Σε λένε Τάμπιθα» είπε. Κόντεψα να πνιγώ. «Τάμπιθα;»
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=