Το μυθιστόρημα του Παρθενώνα: Σελάνα
ΙΙΙ Ο Καλλικράτης Το πρωί, στο θέατρο, περίμενες να τον πάρει ο ύπνος. Ο Καλλικράτης καθόταν δυο θέσεις στα δεξιά σου και, όσο η Αντιγόνη ζούσε το δράμα της, το κεφάλι του έγερνε στο στήθος του με όλο το φορτίο από τις κόκκινες τρίχες του, έφτανε στο σημείο όπου η βαριά ανάσα γίνεται ροχαλητό, τιναζόταν απότομα για να ξαναστηθεί στον σβέρκο του, έριχνε ματιές δεξιά κι αριστερά, μούγκριζε διάφορα επι δοκιμαστικά, ώσπου τα μάτια του να ξανακλείσουν. Αυτός ήταν ο Καλλικράτης. Όπως ήξερε τη γλώσσα της πέτρας, του μάρμαρου και των άλλων υλικών –διαστάσεις, βάρος, τιμή–, με τον ίδιο τρόπο καταλάβαινε και τη γλώσ σα των ανθρώπων. Έτρεχε πίσω από το βάρος και τη δύναμη των ανθρώπινων υλικών. Πιστός, κυρίως όμως αποτελεσματικός υπάλληλος του εκάστοτε ηγέτη. Περίμενες να τον πάρει ο ύπνος για τα καλά. Όταν το θέατρο ξεσηκώθηκε για να επευφημήσει τη σφαγή των πρωταγωνιστών –Αντιγόνης, Αίμωνα και Ευρυδίκης κατά σειρά προτεραιότητος– και την κατάρρευση του Κρέοντα, όταν τα χειροκροτήματα έφτασαν από το θέατρο του Διο
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=