Το μυθιστόρημα του Παρθενώνα: Σελάνα
ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ 16 σί, ο Σοφοκλής δέησε να σε κοιτάξει, μάλλον να προσέξει την παρουσία σου, μόνον όταν σε άκουσε να απαγγέλλεις τη νύχτα εκείνη, στο συμπόσιο προς τιμήν του, στο σπίτι του Περικλή: Ίμερος ευλέκτρου Νύμφας, των μεγάλων Πάρεδρος εν αρχαίς θεσμών Άμαχος γαρ εμπαίζει θεός Αφροδίτα… Μετάνιωσες αμέσως, όμως ήταν αργά. Ο άξεστος Καλλικράτης, μάλλον για να σε σαρκάσει, έχοντας πιει εννοείται το μη παρέκει, φώναξε από το βάθος: «Τι ωραία που τα λέει ο ποιητής!». Κοκκινομάλλης, στραβοκάνης, με κοιλιά πρησμένη από το πιοτό, σε αποκαλούσε ποιητή – εννοώντας βέβαια ότι το πεντελικό, σε αντίθεση με τις λέξεις, δεν ανέχεται ανά παιστους. Δεν υπήρξε μέρα σ’ όλ’ αυτά τα χρόνια της οικοδομής που, όσο πρωί κι αν ανέβηκες στο εργοτάξιο, αυτός δεν ήταν ήδη εκεί να σε υποδεχθεί. Κι όσο κι αν περίμενες τη νύχτα, αυτός δεν έφευγε πριν από σένα. Συνομιλούσε με τα μάρμαρα και τις πέτρες, ψιθύριζε την αλήθεια στις τροχαλίες και τους μοχλούς και ήξερε και τη γλώσσα του τελευταίου πετρά από τα Μεσόγεια. Ο Καλ λικράτης ήταν ο εργολάβος του Θεμιστοκλή όταν έχτιζε τα τείχη, επ’ αμοιβαία ωφελεία, όπως έλεγαν, του Κίμωνα και τώρα του Περικλή. Ήξερε να μετράει το βάρος και τον
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=